Παρασκευή 29 Μαΐου 2015

Υποκρισία:
 Φορέας νοσηρότητας και αμαρτίας

Το ξεκίνημα
Η υποκρισία είναι μια νοσηρή κατάσταση που επηρεάζει τον όλο ψυχικό μας κόσμο. Είναι, επομένως, υπόθεση θεραπείας όταν εκδηλώνεται χωρίς δεσμεύσεις από άλλες νοσούσες ιδιότητες. Όταν συνδεθεί όμως, με τις νοσηρές ιδιότητες, αγγίζει τα όρια της αμαρτίας και περνάει στην κατηγορία εκείνων που νοσούν πνευματικά. Σαν τέτοιες νοσηρές υποκριτικές ιδιότητες αναφέρονται κυρίως, το ψεύδος, η προσποίηση και η δολιότητα. Τότε ο υποκρινόμενος, αποκρύπτει τα πραγματικά αισθήματα και πλαστογραφεί ανύπαρκτες αρετές. Κινείται, δηλαδή, μεταξύ ονείρου και ανυπαρξίας. Έτσι εμφανίζεται ο υποκριτής να θέλει να παρουσιάζει ανύπαρκτες αρετές, ως υπαρκτές, ενώ είναι στην πραγματικότητα λουσμένος από ένα πλήθος σφαλμάτων που επισύρουν την περιθωριοποίησή του. Η υποκρισία, κατά ταύτα, είναι μια διανοητική κατάσταση που βρίσκεται στον αντίποδα της ειλικρίνειας και συχνά διακρίνεται από ασυνείδητες αντιφάσεις και ανακολουθίες.
Η εγωκεντρικότατα, σαν παράδειγμα, όταν εκδηλώνεται ως φορέας της ανθρώπινης φύσης, οδηγεί στο να γινόμαστε και εμείς οι ίδιοι, υποκριτικοί. Την ίδια στιγμή, βέβαια, χάνουμε τα λογικά μας και ενώ άλλα σκεπτόμαστε, άλλα εξωτερικεύουμε και άλλα πράττουμε. Την υποκρισία, ως νοσηρότητα, την αντιμετωπίζουν άλλες Επιστήμες. Τη νοσηρότητα όμως, ως αμαρτία, την αντιμετωπίζει η πνευματική Θεολογία. Έτσι επισήμανε την υποκρισία και την κατακεραύνωσε και ο Κύριος προκειμένου να προστατεύσει το λαό του Θεού. Απευθύνεται, άμεσα, στους εξουσιαστές της εποχής Του, που εμφανίζονται ως εκμεταλλευτές του λαού, όντες υποκριταί. Σ’ αυτούς απηύθυνε και εκείνα τα φοβερά «Ουαί» με μεγάλη μάλιστα ένταση για οκτώ φορές. «Ουαί υμίν Γραμματείς και Φαρισαίοι υποκριταί», Λουκά ια΄42-52, διακήρυττε καταδικάζοντας ταυτόχρονα όχι μόνο την υποκρισία ως αμαρτία, αλλά και τους υποκριτές, ως πρόσωπα αμαρτωλά. Είναι η μοναδική φορά που καταδικάζονται τα άτομα, ως υποκριτές, μαζί με την αμαρτωλή πράξη της υποκρισίας.
Φανταζόμαστε, ως εκ τούτου, πόσο μεγάλος φορέας νοσηρότητας και αμαρτίας είναι η υποκρισία. Για τους υποκριτές, μάλιστα ειδικώς, ο λόγος του Κυρίου αποφάνθηκε ότι είναι οι «Διυλίζοντες τον κώνωπα, την δε κάμηλον καταπίνοντες». Ματθαίου κγ΄24. Δηλαδή: Υποκριτές είναι οι άνθρωποι που τηρούν τα μικρά και ασήμαντα και αδιαφορούν για τα μεγάλα και τα σπουδαία. Επίσης, καταγγέλλει ο Κύριος, ότι εσείς οι υποκριταί Φαρισαίοι της εποχής, καθώς και οι σημερινοί όμοιοί τους άνθρωποι, καθαρίζετε «το έξωθεν του ποτηρίου και του πίνακος, το δε έσωθεν υμών γέμει αρπαγής και πονηρίας». Λουκά ια΄39. Δηλαδή: Τηρείτε τους εξωτερικούς μόνο τύπους, για να φαίνεστε ευσεβείς, πλένετε το σώμα και τα χέρια σας, αλλά αφήνετε την ψυχή σας γεμάτη από εμπάθεια και ακαθαρσίες. Οι υποκριτές διακρίνονται από πνεύμα επιτήδευσης και εξεζητημένης, προσποιητής και πλαστής συμπεριφοράς, παρουσιαζόμενοι ότι είναι ενάρετοι. Διακρίνονται ακόμη και για σεμνοτυφία και σοβαροφάνεια. Η φαινομενικότητα είναι η ιδανική τους προσδοκία. Θέλουν να φαίνονται πάντοτε, ως σπουδαίοι.


Πρακτική θέση
Το θέμα, όμως τούτο της υποκρισίας, δεν έχει μόνο φιλολογική και θεωρητική διατύπωση. Έχει και την πρακτική του πλευρά, όπως εφαρμόζεται στην καθημερινή μας ζωή. Ας ακούσουμε, επομένως, μερικές περιπτώσεις και ας τοποθετήσουμε τον εαυτό μας στη σωστή του θέση απέναντι στην υποκρισία. Πολλές φορές συνηθίζουμε να υποκρινόμαστε όλοι μας μπροστά στους άλλους, τόσο πολύ και τόσο έντονα, που φτάνουμε να υποκρινόμαστε το ίδιο και στον εαυτό μας. Γίνεται έτσι υποκριτική και λαθεμένη η αυτογνωσία και η αυτοκριτική μας, που πρέπει να είναι αδέσμευτη και να την κάνουμε με ειλικρίνεια,  καθόσον είναι πολύ ωφέλιμη για την πνευματική πορεία μας. Νομίζουμε με τον τρόπο αυτό ότι μιλάμε με φυσικότητα και απλότητα στους γύρω μας και τον εαυτό μας. Είναι, τότε, σαν να λέμε ότι εμπαίζουμε τους άλλους, ενώ στην πραγματικότητα εμπαίζουμε και τον ίδιο τον εαυτό μας. Δείχνουμε, πολλές φορές, ένα είδος σεμνότητας για τα καλά μας και τα προτερήματά μας, ενώ για τα ελαττώματά μας, φοράμε τη μάσκα της υποκρισίας. Δεν παρουσιάζουμε τα ελαττώματά μας όπως πρέπει και είναι.
Θαυμάζουμε συνήθως κάποιες αξίες και αρετές, αλλά δεν προχωράμε στην αποδοχή τους και την μίμησή τους. Η υποκρισία μας, είναι η αιτία που γίνεται και το εμπόδιο στην πνευματική ζωή μας. Έτσι κάθε προσποίηση ύπαρξης ειλικρινείας γίνεται βλαπτική της αξιοπρέπειάς μας. Εδώ οφείλουμε να μιλάμε καθαρά με τον εαυτό μας και τους φίλους μας. Γίνε ειλικρινής, άνθρωπέ μου, στις σχέσεις σου και τότε η υποκρισία αποβάλλεται αυτόματα από μόνη της, ως αποτέλεσμα αδυναμίας επιβίωσης. Νοσηρότητα υποκρισίας αποτελεί και κάθε προσπάθεια επίδειξης του εαυτού μας, μαζί και με τις ανύπαρκτες τάχατες, αρετές μας. Κάτι παρόμοιο δείχνει και υποκρύπτει και η εξεζητημένη ευγένεια, μαζί με την δήθεν σεμνότητα στις εμφανίσεις μας. Αυτή η νοσηρότητα της υποκρισίας είναι ίδιο γνώρισμα των ανάνδρων, που καπηλεύονται και υπερβάλλουν, για πολλά δήθεν ανδραγαθήματα. Τότε η υποκρισία προσφέρεται ως σεβασμός της κακίας προς την αρετή.
Δύσκολα η υποκρισία γίνεται φανερή στους ανθρώπους. Υποκρινόμενοι, δίνουμε την εντύπωση ότι είμαστε κάποιοι σπουδαίοι. Πρέπει να γνωρίζουμε, όμως, ότι μόνο ο Θεός γνωρίζει και καταγράφει στα βιβλία της Κρίσεως το αμαρτωλό μέγεθος της υποκρισίας. Τούτο δε καθόσον, συνδέεται η υποκρισία με το φθόνο και το μίσος που κρύβονται στην καρδιά μας, ως εσωτερικά και απόκρυφα συμπτώματα. Φαντάζεστε, τότε, πόσο μεγάλη είναι η ευθύνη μας!.... Ο αμαρτωλός μπορεί να θεραπευθεί, επειδή έχει το αντικειμενικό ερέθισμα της μετάνοιας. Η μετάνοια είναι ισχυρό και αποτελεσματικό φάρμακο. Ο υποκριτής, ως προσβεβλημένος από την αρρώστια της υποκρισίας, δύσκολα θεραπεύεται, γιατί δεν διαθέτει τον εξωτερικό ερεθισμό, ως κίνητρο θεραπείας. Αποκρύπτει δια της υποκρισίας το πραγματικό αμαρτωλό του ερέθισμα. Ομολογεί, από την άλλη μεριά, τα μικρά ελαττώματά του για να πείσει τον εαυτό του και τον περίγυρο, ότι δεν έχει μεγάλα ελαττώματα. Έτσι, κατά κάποιον τρόπο, εξαπατά τον κύκλο του, αλλά και τον εαυτό του.
Ο υποκριτής, σαν σημαιοφόρος της χυδαιότητας και του ψεύδους, κάνει συνήθως τον τιμητή και το διδάσκαλο των άλλων, πώς να διορθώσουν τα μικρά τους ολισθήματα. Ο ίδιος αποσιωπά και αποκρύπτει τα μεγάλα δικά του. Γνωρίζουμε, ακόμα, ότι πολλές φορές βλέπουμε κληρονόμους να κλαίνε για τους κληροδότες, φορώντας ταυτόχρονα τη μάσκα του γέλιου της υποκρισίας. Πάνω από όλα, όμως, πρέπει να γνωρίζουμε επακριβώς, το μέγεθος του λάθους της νοσηρής και αμαρτωλής υποκρισίας. Τούτο το επιτυγχάνουμε αν μελετήσουμε προσεκτικά την πραγματικότητα, παίρνοντας παράδειγμα εκ του φυσικού κόσμου. Από την παρατήρηση μαθαίνουμε ότι η υποκρισία, έχει καταντήσει προνόμιο μοναδικό του ανθρωπίνου γένους, παρά το γεγονός ότι οι άνθρωποι διαθέτουμε τη λογική και την κρίση. Αντιθέτως, στο ζωικό βασίλειο δεν θα συναντήσουμε αυτό το είδος. Εκεί υπάρχει «ειλικρίνεια», έστω και ενστικτώδης. Στο σημείο τούτο, καλούμαστε όλοι και ο καθένας χωριστά και ατομικά, ανασκοπώντας το εσωτερικό μας να ανακαλύψουμε πολλές πρακτικές περιπτώσεις υποκρισίας, που μας καταδυναστεύουν και μας κατατάσσουν στους υποκριτές. Τότε, με αίσθημα ευθύνης και συνέπειας, ας πάρουμε τα μέτρα μας για να αντιμετωπίσουμε την κατάσταση, ως προσωπικό χρέος.

Η θεία Αποκάλυψη
Την αξιολόγηση και την αντιμετώπιση του νοσηρού και αμαρτωλού συμπτώματος της υποκρισίας, ως προερχόμενου εκ της σφαίρας του πνεύματος, είναι ανάγκη να την αναζητήσουμε και στον Αποκαλυπτικό λόγο του Θεού. Εκεί θα μάθουμε ξεκάθαρα το μέγεθος του προβλήματος, ως νόσου και αμαρτίας, και θα λογαριάσουμε τη ζημιά που μπορούμε να πάθουμε, αν δεν αποτινάξουμε την υποκρισία από πάνω μας. Ομοίως θα μάθουμε από πού προέρχεται το σύμπτωμα της υποκρισίας και το κέρδος που αποκομίζουμε με την αποτίναξή του. Ας ακούσουμε, επομένως, τι μας λέγει ο λόγος του Θεού, σφαιρικά, στο θέμα που διαπραγματευόμαστε.
α. Την υποκρισία χρησιμοποίησαν κατά του Κυρίου, οι πολέμιοι εξουσιαστές της εποχής Του, με σκοπό να τον παγιδέψουν. Σατανικό και δόλιο το σχέδιο. Γράφεται σχετικώς: «Απέστειλαν εγκαθέτους, υποκρινομένους εαυτούς δικαίους είναι, ίνα επιλάβωνται αυτού λόγου εις το παραδούναι αυτόν τη αρχή και τη εξουσία του ηγεμόνος» Λουκά κ΄20. Ο Κύριος τους αποκάλυψε, ως εγκάθετους. Εγκάθετοι, δηλαδή βαλτοί, ήταν αυτοί που υποκρίνονταν ότι είναι δίκαιοι και ευλαβείς, και που ανέλαβαν να παγιδέψουν τον Κύριο Ιησού. Τι κατάφεραν; Απλά, γελοιοποιήθηκαν. Προσοχή, λοιπόν, από τις παγίδες των εγκαθέτων του πονηρού.
β. Τους υποκριτές ελέγχει, ξεσκεπάζει και κατακεραυνώνει ο Κύριος σε σχετική συνομιλία μαζί τους. Τους αντιμετώπισε δημόσια και κατά πρόσωπο. Τους χαρακτηρίζει και τους περιγράφει: «έξωθεν φαίνεσθε τοις ανθρώποις δίκαιοι, έσωθεν δε μεστοί εστέ υποκρίσεως και ανομίας» Ματθαίου κγ΄28. Παίρνουμε και εμείς, έτσι, προσωπικό δίδαγμα αποστασιοποίησης από υπόκριση και υποκριτή, ως σύμπτωμα ανομίας. Ομοίως μας δίνει θάρρος ο λόγος του Κυρίου, για ξεσκέπασμα της υποκρισίας, όπου συναντάται.
γ. Η υποκρισία είναι ίδιον των ανόμων που σοφίζονται πολλά και διάφορα, ακόμα και παγιδευτικά λογοπαίγνια. Ο Κύριος τα φανερώνει και τα καταδικάζει με ευθύ λόγο, χωρίς περιστροφές. Λέγει στους δόλιους παγιδευτές: «ειδώς αυτών τη υπόκρισιν είπεν αυτοίς· τι με πειράζετε;» Μάρκου ιβ΄15. Η υποκρισία είναι δόλια πειρακτική ενέργεια, με σκοπό την παγίδευσή μας στην αμαρτία. Επομένως, μακριά!... Ούτε και για αστείο να μην χρησιμοποιείται.
δ. Η πρωταρχική καταδίκη που επιβάλλεται προ πάσης άλλης διδασκαλίας, είναι αυτή της υποκρισίας, προκειμένου να επιτύχουμε την ψυχική μας καθαρότητα. Δίδαξε τούτο ο Κύριος προς τους Μαθητές Του, ενώπιον πλήθους λαού μάλιστα και πριν ξεκινήσει να διδάξει το λαό. Ήταν μια καθαρά προσωπική συμβουλή απευθυνόμενη και σε μας τους αγωνιστές Χριστιανούς, που προσδοκούμε να έχουμε πρωταγωνιστικό λόγο στη διάδοση και εφαρμογή του Ευαγγελίου. Είπε: «προσέχετε εαυτοίς από της ζύμης των Φαρισαίων, ήτις εστίν υπόκρισις» Λουκά ιβ΄1. Από την υποκρισία, επιθυμεί ο Κύριος, να προφυλάξει όλους τους ανθρώπους, με το παράδειγμα των Φαρισαίων.
ε. Ξεσκεπάζει, επιπλέον, τους υποκριτές ψευδοδιδασκάλους και ο Απόστολος Παύλος. Υποδεικνύει, σχετικώς, πώς εμφανίζονται οι υποκριτές, συμβουλεύοντας προς τούτο τον μαθητή του Επίσκοπο Τιμόθεο και δι’ αυτού όλους εμάς που πιστεύουμε και αγωνιζόμαστε. Χαρακτηρίζει, ως ιδιαιτέρως υποκριτικές, πλανευτικές και δαιμονικές τις διδασκαλίες των υποκριτών. Τους καταγγέλλει ως: «εν υποκρίσει ψευδολόγων, κεκαυτηριασμένων την ιδίαν συνείδησιν» Α΄ Τιμοθέου δ΄2. Τους παρουσιάζει ως υποκριτές, ψευδολόγους και με πυρακτωμένο σίδηρο εξουδετερωμένη τη συνείδησή τους.
στ. Ο Απόστολος Πέτρος, από την άλλη μεριά, συνδέει την υποκρισία με τις φοβερότερες παρανομίες και αμαρτωλότητες. Πρόκειται για τις κακίες, τις δολιότητες, τους φθόνους, τις κατακρίσεις και τις επικρίσεις. Παραγγέλλει την απόρριψη όλων αυτών, προκειμένου να περάσουμε, οι άνθρωποι, στην κατηγορία των νέων της «καινής κτίσης» εν Χριστώ, που είναι ο ακρογωνιαίος λίθος του οικοδομήματος της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Αποκαλύπτει, σχετικώς: «Αποθέμενοι πάσαν κακίαν και πάντα δόλον και υποκρίσεις και φθόνους και πάσας καταλαλιάς» Α΄ Πέτρου β΄1. Ας γνωρίζουμε, επομένως, ότι έτσι κερδίζει τον αγώνα του ο κάθε αγωνιστής.
ζ. Δια της υποκρισίας στοχεύεται η κοσμικά και προσωρινά προσδοκόμενη προσωπική δόξα των ανθρώπων. Ακόμα και όταν πρόκειται να εκδηλωθεί κάποια αγαθοεργία ή προσευχή ή νηστεία, και πάλι τότε, η προσωπική δόξα είναι το προσδόκιμο. Χρησιμοποιούνται, δηλαδή, ιερές υποχρεώσεις για την ικανοποίηση της υποκρισίας. Παράδειγμα είναι η περίπτωση της παραχώρησης Ελεημοσύνης. Ο Κύριος ξεσκέπασε τη συμπεριφορά των υποκριτών και σε τούτον τον τομέα. Παραγγέλλει: «Όταν ποιείς ελεημοσύνην, μη σαλπίσης έμπροσθέν σου, ώσπερ οι υποκριταί ποιούσιν… όπως δοξασθώσιν υπό των ανθρώπων». Το αυτό συμβαίνει και με την Προσευχή. Γίνεται από τους κοσμικούς υποκριτές σε δημόσιους χώρους ενώπιον πλήθους ανθρώπων, «όπως αν φανώσι τοις ανθρώποις». Επί πλέον και για την περίπτωση της «αμώμου νηστείας», της τέμνουσας «από καρδίας πάσαν κακίαν», οι υποκριτές εκδηλώνουν νοσηρή επίδειξη. Αποκαλύπτει, σχετικά, ο Κύριος: «αφανίζουσι τα πρόσωπα αυτών όπως φανώσι τοις ανθρώποις νηστεύοντες». Για όλες αυτές τις κατηγορίες των υποκριτών, ο Κύριος αποφάνθηκε: «Αμήν λέγω υμίν ότι απέχουσι τον μισθόν αυτών» Ματθαίου στ΄2, 5, 16. Τίποτε δεν κερδίζουν για τον εαυτό τους και την ψυχή τους, οι υποκριτές. Πήραν το μισθό τους, με την επίδειξη και τον κοσμικό θαυμασμό.
η. Κατακεραυνώνονται από τον Κύριο Ιησού οι υποκριτές, όταν κατηγορούν συνανθρώπους για μικρά παραπτώματα, καθ’ όν χρόνον αυτοί βαρύνονται με πολύ μεγαλύτερα. Λέγει ο Κύριος: «υποκριτά, έκβαλε πρώτον την δοκόν εκ του οφθαλμού σου, και τότε διαβλέψεις εκβαλείν το κάρφος εκ του οφθαλμού του αδελφού σου» Ματθαίου ζ΄5. Η διδασκαλία δε αυτή έχει, ως βάση, και μια γενική αρχή που την θέσπισε ο Κύριος. «Μη κρίνετε, ίνα μη κριθήτε» Ματθαίου ζ΄1. Το δίδαγμα και για μας, είναι μεγάλο και προφανές.
θ. Την υποκρισία απέναντι ακόμα και στο Θεό, εκ μέρους των εξουσιαστών του Ισραήλ, αποκαλύπτει ο Κύριος, θυμίζοντας τη σχετική προφητεία του μεγαλόφωνου Προφήτου Ησαΐα. Λέγει: «Υποκριταί! Καλώς προεφήτευσε περί υμών Ησαΐας λέγων· εγγίζει μοι ο λαός ούτος τω στόματι αυτών και τοις χείλεσι με τιμά, η δε καρδία αυτών πόρρω απέχει απ’ εμού» Ματθαίου ιε΄7-8, Ησαΐου κθ΄13. Η υποκρισία των άνομων εξουσιαστών του Ισραήλ, παρέσυρε ακόμα και τον απλό λαό να συμπεριφέρεται υποκριτικά, όπως γνωρίζουμε από την περίπτωση του Πάθους. Το έγκλημα είναι αυταπόδεικτο.
ι. Ο Κύριος συσχετίζει την αμαρτωλότητα της υποκρισίας με την όλη συμπεριφορά των ανθρώπων, στο πρόσωπο των εξουσιαστών της εποχής Του. Αυτοί όλοι ήταν η κακή ζύμη που μόλυναν την κοινωνική ζωή. Ασχολούνταν με ερμηνείες επουσιωδών φαινομένων και αποσιωπούσαν τη μεγάλη σωτηριώδη αλλαγή που γινόταν με την έλευση του Μεσσίου, κατά του οποίου υπήρχε απύθμενος φθόνος. Ερωτηματικά κατηγορεί ο Κύριος τη συμπεριφορά όλων αυτών. Λέγει: «Υποκριταί, το μεν πρόσωπον του ουρανού γινώσκετε διακρίνειν, τα δε σημεία των καιρών ου δύνασθε γνώναι;» Ματθαίου ιστ΄3. Σημείο των καρών εκείνη την εποχή ήταν η σωτηριώδης έλευση και παρουσία στον κόσμο του Μεσσίου Ιησού Χριστού.
ια. Η υποκρισία, κατά τη διδασκαλία του Κυρίου, εκτός των άλλων, είναι και σύμπτωμα παραπλανητικό. Ήταν συνηθισμένοι σε τούτο οι εξουσιαστές του Ισραήλ. Παραπλανούσαν το λαό, μετά λόγου γνώσεως. Αποτόλμησαν, μάλιστα, να παραπλανήσουν ακόμα και τον Κύριο Ιησού Χριστό και να τον φέρουν σε αντίθεση με την κρατική εξουσία. Την υποκριτική πονηριά τους την αποκαλύπτει ερωτηματικά ο Κύριος. Απαντά: «τι με πειράζετε, υποκριταί;», «απόδοτε τα Καίσαρος Καίσαρι και τα του Θεού τω Θεώ». Εκείνοι ντροπιασμένοι: «αφέντες αυτόν απήλθον». Ματθαίου κβ΄18,22. Παρά δε το πάθημα, «ουκ ηβουλήθησαν συνιάναι». Δεν έβαλαν μυαλό!....
ιβ. Υπάρχει, επιπλέον, και μια ολόκληρη σειρά ειδικών υποκριτικών παραβάσεων εκ μέρους εξουσιαστών και μη. Είναι αυτές οι παραβάσεις που αναφέρονται από τους ιερούς Ευαγγελιστές, κατά την εποχή του Χριστού. Είναι, ακόμα οι ίδιες υποκριτικές παραβάσεις που εκδηλώνονται και στις μέρες μας από πολλούς. Αποκαλύφτηκαν από τον ίδιο τον Κύριο Ιησού Χριστό, επισημαίνοντα, μάλιστα, και την αντίστοιχη ευθύνη και τιμωρία των υποκριτών, για κάθε περίπτωση.
Αναφέρονται στη συνέχεια, δι’ ολίγων, αυτές οι παραβάσεις, εκ του Ευαγγελίου κατά τον Ματθαίο, στο κεφάλαιο κγ΄ (23).
1. Η υποκρισία οδηγεί στην απληστία και την πλεονεξία, αποκαλύπτει ο Κύριος, με πρόσχημα ιδιαιτέρας ευλάβειας, μάλιστα, που συνοδεύεται και από ένα είδος προσχηματικής προσευχής. Αυτή, επισύρει και την ανάλογη τιμωρία από τη θεία δικαιοσύνη. Αποκαλύπτεται για την περίπτωση: «δια τούτο λήψεσθε περισσότερον κρίμα». Στίχος 13, καταγγέλλει ο Κύριος.   
2. Δια της υποκρισίας, οι υποκριτές, φτάνουν μέχρι να αλλοιώνουν τη γνήσια διδασκαλία περί της Βασιλείας των ουρανών. Έτσι αυτοί δεν προσδοκούν να εισέλθουν, αλλά εμποδίζουν την αποδοχή των γνήσιων διδασκαλιών, και από τα λαϊκά στρώματα των ανθρώπων. Αποτέλεσμα αυτής της συμπεριφοράς, είναι η κατηγορία: «υμείς ουκ εισέρχεσθε, ουδέ τους εισερχομένους αφίετε εισελθείν». Στίχος 14. Μεγάλη η ευθύνη και η τιμωρία των υποκριτών.
3. Οι υποκριτές, δια της υποκρισίας, στοχεύουν να αποπληροφορήσουν και να αποπλανήσουν το λαό του Θεού, σε σημείο ώστε να τον απομακρύνουν από την ορθή και σωτηριώδη διδασκαλία. Δεν στοχεύουν, βέβαια, να αποπλανήσουν το σύνολο, αλλά έστω και για έναν μόνο άνθρωπο, θα είναι ικανοποιημένοι. Να τον κάμουν ειδωλολάτρη προσήλυτο Ιουδαίο γεμάτο κακία και πώρωση χειρότερο από τους ίδιους του υποκριτές. Η τιμωρία, τότε, έρχεται άμεση και τεράστια: «ποιείτε αυτόν υιόν γεέννης διπλότερον υμών». Στίχος 15. Απύθμενο το έγκλημα των υποκριτών!...
4. Σε τύφλωση κατά της αληθείας και της σωστής ερμηνείας των θείων διδασκαλιών, οδηγεί τους ανθρώπους η υποκρισία. Οι υποκριτές φτάνουν στο σημείο να είναι αδίστακτοι. Έτσι, όταν η υποκρισία προέρχεται από αξιωματούχους, ταγμένους οδηγούς των λαών, το έγκλημα είναι τεράστιο και επισύρει ιδιαίτερη ευθύνη και μεγαλύτερη τιμωρία σε κείνους και τους ακολούθους τους. Από το στόμα του Κυρίου, όλοι αυτοί οι υποκριτές, πήραν τον αρμόζοντα χαρακτηρισμό τους. Είπε, με έμφαση: «Μωροί και τυφλοί!». Στίχοι 16,19.
5. Για τις πιο επουσιώδεις διδασκαλίες του Νόμου δείχνουν ότι ενδιαφέρονται οι οπαδοί της υποκρισίας. Υποκριτές και οι ίδιοι. Αντιθέτως, παρασιωπούν και αφήνουν στο περιθώριο τις ουσιώδεις και σπουδαιότερες διατάξεις του. Κάνουν, δηλαδή, προσωπική υποκριτική επιλογή. Τότε η τιμωρός παραγγελία έρχεται ξεκάθαρη. Λέγεται: «Οδηγοί τυφλοί, οι διυλίζοντες τον κώνωπα, την δε κάμηλον καταπίνοντες». Στίχοι 23-24. Είναι απόφαση, καταδίκη!
6. Επιφανειακή και εξωτερική καθαριότητα του εαυτού τους επαγγέλλονται και διδάσκουν οι υποκριτές. Τους ενδιαφέρει να φαίνονται εξωτερικά μόνο ευσεβείς. Η εσωτερική και ουσιαστική καθαρότητα της ψυχής, δια της μετανοίας και εξομολογήσεως, παραμελείται και δεν τους ενδιαφέρει. Η συμπεριφορά τους, τότε, επισύρει βαρύτατο χαρακτηρισμό. Αυτόν που ισχύει διαχρονικά για όλους, όλων των εποχών. «Φαρισαίε τυφλέ»!Στίχοι 25-26.
7. Ο Κύριος δεν χαρίστηκε για βαρύ προσδιορισμό των υποκριτών όλων των εποχών. Τους ονόμασε και τους παρομοίωσε, «τάφοις κεκονιαμένοις». Τάφους, δηλαδή, ασβεστωμένους, ομορφοστόλιστους και καλοπεριποιημένους εξωτερικά. Ξεχνούν, όμως, ότι οι τάφοι εσωτερικώς, «γέμουν οστέων νεκρών και πάσης ακαθαρσίας». Έρχεται στη συνέχεια και ο σκληρός χαρακτηρισμός των υποκριτών, εκ μέρους του Κυρίου. Είστε: «έσωθεν μεστοί υποκρίσεως και ανομίας». Στίχοι 27-28. Φοβεροί χαρακτηρισμοί!!....
8. Ως αντάξιους απογόνους των πατέρων τους, που φόνευσαν τους Προφήτες και τους αποσταλμένους του Θεού, χαρακτηρίζει ο Κύριος τους συγχρόνους Του υποκριτές. Οι ίδιοι οι σύγχρονοι και οι μεταγενέστεροι όμοιοί τους, συνεχίζουν το ίδιο έργο. Συμπερασματικά και ερωτηματικά επισημαίνεται από τον Κύριο, ο αρμόζων χαρακτηρισμός των υποκριτών. «Όφεις, γεννήματα εχιδνών! Πώς φύγετε από της κρίσεως της γεέννης;» Στίχοι 29-36.
Όπως διαπιστώνουμε από όσα αποκάλυψε προσωπικά ο Κύριος Ιησούς Χριστός και αναφέρονται στα ιερά Ευαγγέλια, η υποκρισία είναι ένα μέγιστο αμάρτημα για το οποίο επισύρεται η δικαία τιμωρός ενέργεια του Θεού. Μολύνει δε η υποκρισία, την όλη πνευματική ζωή των αγωνιστών της Βασιλείας του Θεού. Το γεγονός ότι ασχολήθηκε τόσο πολύ με την υποκρισία ο ίδιος ο Κύριος, καταδικάζοντας τους υποκριτές μαζί με την υποκρισία, μας δίνει την αίσθηση ότι πρόκειται περί μεγάλου κινδύνου με την εμφάνισή της και τη δραστηριότητά της. Οι υποκριτές, θεληματικά ή αθέλητα, υποπίπτουν σε βαρύτατο σφάλμα που χρήζει αντιμετωπίσεως. Το σωστό είναι να φαινόμαστε όπως και στην πραγματικότητα είμαστε.
Από την άλλη μεριά, έχουμε και την κοσμική και ανθρώπινη υποκρισία, ως ένα κοινωνικό σύμπτωμα που χρήζει και αυτό ιδιαιτέρας προσοχής και αντιμετώπισης. Είναι μια νοσηρή κατάσταση που όταν προχωρήσει σε μεγάλη έκταση, μπορεί να αποτελέσει σύμπτωμα κοινωνικής πανδημίας, για την οποία χρειάζεται να σημάνει και ένας πάνδημος συναγερμός αντιμετώπισης και θεραπείας. Το σύμπτωμα τούτο μπορεί και πρέπει κάποια άλλη ανθρώπινη επιστήμη να το αντιμετωπίσει.
Στο κεφάλαιο, όμως, της υποκρισίας ως φορέως νοσηρότητας και αμαρτίας, ερχόμαστε τώρα να την εξετάσουμε από πλευράς αντιμετώπισης και θεραπείας. Δεν πρέπει να την αφήσουμε ανεξέλεγκτη.
Αλλά, θεραπεία; Ποια θεραπεία;
   
Η θεραπεία

Γενικά
Η Αποκαλυπτική θεία διακήρυξη, ότι ο Θεός, «πάντας ανθρώπους θέλει σωθήναι και εις επίγνωσιν αληθείας ελθείν», Α΄ Τιμοθέου β΄4, κυριαρχεί στη ζωή μας και είναι ανεπηρέαστη από πλάνες, ως προς τη σωτηριώδη πορεία του ανθρωπίνου γένους. Άλλωστε, «έτι αμαρτωλών όντων ημών Χριστός υπέρ ημών απέθανε». Ρωμαίους ε΄8. Η Εκκλησία μας, επιπλέον, δέεται μετά πίστεως περισσής, στη Λειτουργία του Μ. Βασιλείου: «Ου γαρ απεστράφης το πλάσμα σου εις τέλος, ό εποίησας, Αγαθέ,… αλλ’ επεσκέψω πολυτρόπως δια σπλάγχνα ελέους σου». Δεν εγκαταλείφθηκε αβοήθητος από το Θεό και το έλεός Του, ακόμα και ο μεγαλύτερος αμαρτωλός. Μπορούμε, κατά συνέπεια, να πιθανολογήσουμε θετικά ότι και για την περίπτωση της υποκρισίας, ως συμπτώματος των φορέων νοσηρότητας και αμαρτίας υποκριτών, υπάρχει περιθώριο θεραπευμένης σωτηριώδους εξέλιξης με θεία ενέργεια. Υπάρχει, επομένως, σωτηρία για όλους τους ανθρώπους, αρκεί να κάμουν χρήση με τη θέλησή τους, κατάλληλων φαρμάκων θεραπείας. Μόνο μία περίπτωση αποκλεισμού από τη σωτηρία υπάρχει καταγεγραμμένη στη χριστιανική ορολογία και γραμματολογία. Είναι η αμαρτία κατά του αγίου Πνεύματος, ή άλλως της θεληματικής απιστίας, ως μετά λόγου γνώσεως απόκρουσης και απόρριψης της θείας Χάριτος. Ερχόμαστε, κατόπιν τούτων, στην εξέταση και παρουσίαση των θεραπευτικών φαρμάκων της υποκρισίας, προς εξάλειψη πάσης νοσηρής αμαρτίας των υποκριτών. Τα αρμόζοντα για την περίπτωση φάρμακα τα παρέχει πλουσιοπάροχα η Εκκλησία μας δια της Χάριτος και του ελέους του Θεού. Μόνο που και τα φάρμακα της σωτηριώδους θεραπείας της υποκρισίας, πρέπει να ακολουθήσουν τα ανάλογα στάδια.

1. Η Αναγνώριση
Πρώτο στάδιο θεραπείας της υποκρισίας είναι η αναγνώριση της υπάρξεώς της. Είναι κρυφή και δυσδιάκριτη η υποκρισία και δύσκολα διαπιστώνεται. Η τάση του ανθρώπου να αυτό-θαυμάζεται, είναι δεδομένη. Ο υποκριτής είναι μοιρασμένος στα δύο. Άλλος φαίνεται προς τα έξω, επηρεασμένος από κοινωνικές και περιβαλλοντικές καταστάσεις και άλλος εκδηλώνεται με βάση τις εσωτερικές επιθυμίες, προσδοκίες και ενέργειες. Ο εσωτερικός μας κόσμος, ως γνωστό, δύσκολα εμφανίζεται με ειλικρίνεια. Στην περίπτωση αυτή σοφά ο λαός μας χαρακτηρίζει τον άνθρωπο ότι εμφορείται από κρυψίνοια. Αφορμή και αιτία είναι ότι η υποκρισία εγκαθίσταται ως αφανές και κρύφιο σύμπτωμα. Για τούτο το λόγο η αναγνώριση της υποκρισίας, απαιτεί ιδιαίτερη δύναμη και επιμέλεια, μαζί με επισταμένη παρατήρηση του εαυτού μας και με απόλυτη ειλικρίνεια. Ο αυτοέλεγχος σε καθημερινή βάση του εσωτερικού μας ψυχικού κόσμου, αλλά και των ενεργειών και πράξεών μας, είναι απαραίτητος και αποτελεσματικός για την περίπτωση. Οπωσδήποτε βοηθούντος και του Θεού. Για την περίπτωση, ο Προφητάναξ Δαυΐδ ζητούσε από το Θεό να φανερώνει τα κρυφά της υποκρισίας και να τον καθαρίζει από όλα αυτά τα αδιόρατα αμαρτήματά του. Ψάλλει: «εκ των κρυφίων μου καθάρισόν με». Ψαλμός ιη΄13.

2. Η Βούληση
Δεύτερο στάδιο θεραπείας της υποκρισίας, έρχεται μετά τη διαπίστωση και αναγνώριση της ύπαρξής της, η βούληση θεραπείας. Θα μου πείτε: Διαπιστώνουμε την ύπαρξη μιας αρρώστιας και δεν θέλουμε να την θεραπευτούμε; Στην περίπτωση της υποκρισίας, συμβαίνει και αυτό. Η υποκρισία είναι μια γλυκιά αναπόληση για κάποια αυτοϊκανοποίηση του ανθρώπου. Εκτρέφει τη νοσηρότητα του εγωισμού με υψηλή δόση. Μας βολεύει η διπλή ζωή. Θέλουμε να φαινόμαστε προς τα έξω διαφορετικοί και για τον εαυτό μας κρατάμε αδιάφανη υποκριτική συμπεριφορά. Έχουμε μέσα μας, βλέπετε, και τον παλαιό νόμο, το νόμο της σαρκός, που μας κρατάει αιχμάλωτους της αμαρτωλότητας. Ο Απόστολος Παύλος στο ξεκίνημα της Αποστολικής δράσης του, αντιμετώπιζε μια όμοια περίπτωση. Έβλεπε μέσα του να κυριαρχείται από τη δύναμη της αμαρτίας, ως νόμος, που εμπόδιζε την εκδήλωση της χαράς της ψυχής του από τη ζωή με τον νέο Νόμο της νέας εν Χριστώ ζωής. Είχε όμως, ο Παύλος, τη δύναμη με ισχυρή θέληση, να εξωτερικεύσει αυτή τη διαπάλη μεταξύ αμαρτίας και ειλικρινούς πίστεως. Για τούτο έγραφε στους Ρωμαίους Χριστιανούς: «συνήδομαι (ευχαριστιέμαι και ευφραίνομαι) τω νόμω του Θεού κατά τον έσω άνθρωπον, βλέπω δε έτερον νόμον εν τοις μέλεσί μου αντιστρατευόμενον των νόμω του νοός μου και αιχμαλωτίζοντά με εν τω νόμω της αμαρτίας τω όντι εν τοις μέλεσί μου». Ρωμαίους ζ΄22-23. Η αποβολή αυτού του νόμου που επιβάλλει την αμαρτία, όπως και την υποκρισία, απαιτεί ισχυρή βούληση, και ο Παύλος τη διέθετε. Για τούτο αργότερα με την αποβολή αυτού του νόμου, διακήρυττε: «ζη εν εμοί Χριστός». Αντί νόμου, μέσα του Χριστός!..

3. Η Προσευχή
Τρίτο στάδιο θεραπείας της υποκρισίας, είναι η δύναμη που παρεμβαίνει ως βοή προς τον ουρανό, κατά την απάντηση του Θεού στον Μωυσή, «Τι βοάς προς με;» Έξόδου ιδ΄15. Αυτή η βοή είναι η ωραία Προσευχή. Προσευχή, όμως, όχι επιφανειακή, πρόχειρη, βιαστική και επιπόλαιη. Αυτή η θεραπευτική Προσευχή, αναζητείται, εκδηλώνεται και καλείται επίμονη Προσευχή σαν απαίτηση. Αυτή που «αναγκάζει» το Θεό να παρεμβαίνει άμεσα και καταλυτικά. Παρεμβαίνει έτσι άμεσα ο Θεός, επειδή το αμάρτημα της υποκρισίας είναι από τα πλέον γνωστά στον Υιό και Λόγο του Θεού, ως πρόσωπο της Αγίας Τριάδος. Ο Κύριος Ιησούς Χριστός διέγνωσε και αντιμετώπισε την υποκρισία των εξουσιαστών της εποχής Του επί της γης, όσο καμιά άλλη αμαρτία. Ασχολήθηκε προσωπικά με την υποκρισία και τους υποκριτές, καθόσον αυτή είναι ένα δραστικότατο δηλητήριο, που αν δεν ξεριζωθεί άμεσα, μπορεί να εξελιχθεί σε νοσηρότητα πανδημίας. Η Προσευχή δημιουργεί τις προϋποθέσεις αποβολής της υποκρισίας, φυτεύοντας μικρές αρετές στον προσευχόμενο.
Παράδειγμα: Καταπραΰνει και αποβάλλει κάθε οργή, που τροφοδοτεί την υποκρισία. Αποτρέπει, ομοίως, κάθε λύπη και μικροψυχία. Μεταδίδει πνεύμα αγάπης στο συνάνθρωπο και διώχνει την υποκρισία. Οπλίζει με υπομονή, αποβλητική κάθε ανομίας. Απορρίπτει σκέψεις που κυριαρχούν, ως αμαρτωλές. Φέρνει κοντά μας τους Αγγέλους, φύλακες και βοηθούς προς αντιμετώπιση πάσης πνευματικής νόσου. Μετατρέπει τα λυπητερά και δυσάρεστα σε χαρούμενα και ευχάριστα, ώστε να μη χωράνε μέσα μας τα αμαρτωλά. Το ευωδιαστό λιβάνι της Προσευχής εναντιώνεται στα πάθη και βασιλεύει στις ψυχές η αλήθεια. Ο τόπος της Προσευχής, απομακρύνει τα τερπνά του κόσμου και αποδέχεται τα του Θεού αγαθά. Η Προσευχή, όμως, έχει και τον τρόπο της. Δεν ευδοκιμεί σε μια ακατάσχετη φλυαρία σειράς αιτημάτων. Δίδαξε ο Κύριος: «Προσευχόμενοι μη βαττολογήσητε ώσπερ οι εθνικοί». Ματθαίου στ΄7. Αντιθέτως: Το «γενηθήτω το θέλημά σου» Ματθαίου στ΄10, περιλαμβάνει όλη τη δύναμη της Προσευχής, μαζί με την ικανοποίηση των αιτημάτων για κάθε αγαθό. Η Προσευχή απαιτεί και την ανάλογη προσοχή, ως γενόμενη ενώπιον του Θεού. Η ανάβαση της Προσευχής στο Θεό, εμποδίζεται μόνο με επέμβαση του πονηρού διαβόλου. Το όλο σκεπτικό, όμως, του ανθρώπου, αφιερωμένο μόνο στο Θεό, αποτρέπει κάθε άλλη επέμβαση.

4. Πνευματική ζωή
Τέταρτο στάδιο θεραπείας της υποκρισίας, είναι η έντονη πνευματική ζωή. «Περί δε των πνευματικών, αδελφοί, ου θέλω υμάς αγνοείν… ουδείς δύναται επείν Κύριον Ιησούν ει μη εν Πνεύματι Αγίω». Α΄ Κοριμθίους ιβ΄1,3. Είναι απαίτηση του Θεού να γνωρίζουμε τα πνευματικά και την όλη πνευματική ζωή. Κανένας δεν μπορεί να ομολογήσει με πίστη και ευλάβεια «Κύριον Ιησούν», παρά μόνο με τη χάρη και την έμπνευση του Αγίου Πνεύματος. Η πνευματική ζωή, είναι για κάθε πιστό αγωνιστή μια επιβεβαίωση της πίστεως εις Χριστόν. Ταυτόχρονα είναι και το οχυρωματικό του Φρούριο, ως έργο ασφαλείας. Αυτό το οχυρό, απαγορεύει την είσοδο του νοσηρών και αμαρτωλών μικροβίων μέσα στον άνθρωπο, γιατί μέσα του κυριαρχεί Ιησούς Χριστός και Άγιο Πνεύμα. Δεν εισέρχεται, επομένως, ούτε και η υποκρισία. Προστατεύονται οι πιστοί, από τις κάθε είδους προσβολές, που επιδιώκει εναντίον των «ο αντίδικος διάβολος, (κινούμενος), ως λέων ωρυόμενος» Α΄ Πέτρου ε΄8.  
Στην πνευματική ζωή του ανθρώπου δεν χωράει ο διάβολος. Δεν βρίσκει θέση, καθόσον είναι κατάμεστος ο χώρος από Πνεύμα Θεού. Δεν περισσεύει κάποιο ελεύθερο σημείο, ούτε αφήνεται κάποιο κενό. Η πνευματική ζωή κλείνει και σφραγίζει όλες τις καστρόπορτες, που λέγονται πέντε αισθήσεις, δημιουργώντας εσωτερικώς, προϋποθέσεις αγνότητας και ηρεμίας για την άσκηση των υποχρεώσεων του ανθρώπου, που απορρέουν εκ της πίστεως στον Άγιο Θεό. Είναι ακόμα η πνευματική ζωή, και ο στηριγμός του φέροντος το πνευματικό χάρισμα, καθόσον δι’ αυτής ο άνθρωπος περνάει στην κατηγορία του «δικαίου», ως πνευματικής προσωπικότητας. Γνωστό δε είναι, αυτό που ο Θεός αποκάλυψε: «ο δίκαιος εκ πίστεώς μου ζήσεται», Αβακούμ β΄4, χωρίς διάκριση και υποχωρήσεις. Επιπλέον ο εμφορούμενος και κατέχων την πνευματική ζωή, διακρίνει και αντιλαμβάνεται τα πάντα, που συμβαίνουν γύρω του. Ως εκ τούτου, ελέγχει το χώρο του, ακόμα και το περιβάλλον του και δεν επιτρέπει να μπαίνουν μέσα του και να επιβιώνουν νοσηρές καταστάσεις. Γράφει ο Παύλος, σχετικώς: «ο πνευματικός ανακρίνει μεν πάντα, αυτός δε υπ’ ουδενός ανακρίνεται». Α΄ Κορινθίους β΄15. Άλλωστε οι πνευματικοί που ακολουθούν τον Κύριο, είναι σε θέση να διακρίνουν το πρέπον σε κάθε περίσταση. Έχουν φωτισμένη παρατηρητικότητα στην ψυχή τους, μέσα και έξω. Αποκαλύπτεται τούτο, σχετικώς: «Οι ζητούντες τον Κύριον συνήσουσιν εν παντί». Παροιμιών κη΄5, μας φωνάζει ο σοφός Σολομώντας, με τις Παροιμίες του. Θεραπευτικό μέσο, επομένως, κατά της υποκρισίας, είναι η πνευματική ζωή.      


5. Μελέτη Αγίας Γραφής
Πέμπτο στάδιο θεραπείας της υποκρισίας, είναι η συνεχής και αδιάκοπη μελέτη της Αγίας Γραφής. Ο λόγος του Θεού δεν είναι νεκρός και αδρανής. Ούτε είναι ανάγνωσμα προς τέρψη. Είναι ζωντανός και δραστήριος, ικανός να εισδύει μέσα σε όλη την ύπαρξη του ανθρώπου. Ελέγχει και κρίνει τα πνευματικά χαρίσματα, ακόμα και τις κρυφές σκέψεις της καρδιάς μας. Τα δίδαξε και τα έγραψε όλα αυτά ο Απόστολος Παύλος στους πατριώτες του, τους Εβραίους και στο δ΄ (4) κεφάλαιο, με σκοπό να τους δείξει την ασύγκριτη υπεροχή του Χριστού και της νέας πίστεως. Ταυτόχρονα ήθελε να σημειώσει ότι ο αποκεκαλυμμένος λόγος της Καινής Διαθήκης είναι η ασπίδα προστασίας απέναντι στην τυπικότητα της Εβραϊκής θρησκείας, όπως είχε εξελιχθεί. Για να επιτευχθούν, όμως, όλα αυτά, είναι απαραίτητο να μπει μέσα στον άνθρωπο, με τη θέλησή του, ο λόγος του Θεού και να γίνει κτήμα του, όπως γράφεται στην Αγία Γραφή. Άλλωστε, γνωρίζουμε ότι ο λόγος της Αγίας Γραφής, ως λόγος του Θεού, προσελκύει το έλεος και την Χάρη του Θεού σε κείνον που τον ακούει ή τον διαβάζει με μελετητικό σύστημα. Έτσι προστατεύεται το εσωτερικό του ανθρώπου και εμποδίζεται η είσοδος αμαρτωλών επισκεπτών, όπως είναι και η υποκρισία, ως νοσηρά αμαρτία, καταστρεπτική και ψυχοφθόρος. Δίδαξε σχετικώς και ο Κύριος τους Μαθητές του, πόσο καθαροί και άμεμπτοι είναι, ως ακροατές του λόγου του Θεού, μακριά από εισβολή νοσηρών αμαρτιών μέσα τους. Είπε: «ήδη υμείς καθαροί εστέ δια τον λόγον όν λελάληκα υμίν». Ιωάννου ιε΄3. Μεταδίδεται η θεία Χάρις την ώρα που αναγιγνώσκεται η Αγία Γραφή. Μπαίνει μέσα στην ύπαρξή μας, μας καθαρίζει από αμαρτωλές σκέψεις και ενθυμίσεις και μας προστατεύει. Πέραν τούτων οφείλουμε να μελετούμε τις άγιες Γραφές, με ερευνητικό, μάλιστα πνεύμα, για βαθύτερη κατανόηση των νοημάτων, διότι εκεί μέσα θα μάθουμε, πλην των άλλων, τα περί της αιωνίου ζωής προβλεπόμενα. Παραγγέλλεται: «ερευνάτε τας γραφάς, ότι υμείς δοκείτε εν αυταίς ζωήν αιώνιον έχειν». Ιωάννου ε΄39. Πολλαπλή, κατά συνέπεια, είναι η μελέτη της Αγίας Γραφής. Μεταδίδεται Χάρις και έλεος Θεού, θεραπεύονται και αποβάλλονται οι νοσηρά αμαρτωλές εσωτερικές καταστάσεις, όπως και η υποκρισία, κατανοείται το ιδιαίτερο νόημα και το περιεχόμενο των εντολών του Θεού και σταθεροποιούμαστε στη σωτήρια πορεία μας προς τη Βασιλεία Του.

6. Η Θωράκιση
Έκτο στάδιο θεραπείας της υποκρισίας, είναι η θωράκιση κάθε αγωνιστή Χριστιανού με την Εξομολόγηση. Η αναγκαιότητα του έργου του Θεού, ως γνωστό, για τη θωράκισή μας απέναντι στις νοσηρά αμαρτωλές πράξεις μας και τις όμοιες επεμβάσεις του πονηρού διαβόλου, είναι δεδομένη. Ερωτάται: Φτάνει, όμως, αυτή μόνη η παρέμβαση του Θεού; Είναι αρκετή για την προστασία και τη σωτηρία μας; Ολόκληρη η αποκαλυπτική διδασκαλία του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, προσδιορίζει και απαιτεί και τη δική μας συμμετοχή στο έργο τούτο. Αυτήν την υποχρέωση, μάλιστα, της συμμετοχής μας, την προσδιορίζει ο Κύριος με ιδιαίτερη έμφαση, καθόσον για τη θωράκισή μας απέναντι στις αμαρτίες μας απαιτείται και η δική μας βούληση. Η θεραπεία από κάθε νοσηρή αμαρτία, όπως και η υποκρισία, απαιτεί ιδιαίτερη συνεργασία μεταξύ Θεού και ανθρώπων. Γίνεται δε αυτή η συνεργασία δια του μυστηρίου της ιεράς Εξομολογήσεως. Αποκαλύπτει σχετικώς ο Αδελφόθεος Ιάκωβος: «Εξομολογείσθε αλλήλοις τα παραπτώματα, και εύχεσθε υπέρ αλλήλων όπως ιαθήτε· πολύ ισχύει δέησις δικαίου ενεργουμένη». Ιακώβου ε΄16. Υπάρχει, επομένως, θεραπεία νοσηρών καταστάσεων δια της Εξομολογήσεως. Τότε ο άνθρωπος, με Εξομολόγηση και αγάπη προς τον πλησίον, θεραπευμένος, κατατάσσεται στην κατηγορία του δικαίου, με την έννοια της τηρήσεως των υποχρεώσεών του, καθαρός, απέναντι Θεού και ανθρώπων. Ομοίως, επιτυγχάνεται η θεραπεία και της υποκρισίας, ως νοσούσης αμαρτίας, και θωρακίζεται ο πιστός από τις συνέπειες αυτής, δια της Εξομολογήσεως. Τούτο δε, γίνεται με την σκέψη και την έννοια, όχι μόνο της ειλικρινούς εξαγόρευσης των μύχιων και απόκρυφων διανοημάτων μας, αλλά και της ευγνώμονος δοξολογίας προς το Θεό για την όλη Του συμπαράσταση. Αυτή είναι θέση που έλαβε και δίδαξε ο Προφητάναξ Δαυΐδ, για τη σωτηρία του από όλους τους φανερούς και αφανείς εχθρούς του. Έψαλε: «Εξομολογήσομαί σοι εν έθνεσι, Κύριε, και τω ονόματί σου ψαλώ». Ψαλμός ιζ΄50. Η θωράκιση, επομένως, κάθε πιστού αγωνιστή Χριστιανού, απέναντι στο σύμπτωμα της υποκρισίας, εξασφαλίζεται με την προσωπική ειλικρινή Εξομολόγηση, συνοδευμένη από την αγάπη προς τον πλησίον και τη δοξολογική υμνολογία του ονόματος του Θεού.

7. Η Επισφράγιση
Έβδομο στάδιο θεραπείας της υποκρισίας, είναι η επισφράγιση της όλης προσπάθειας με τη συχνή θεία Κοινωνία. Για κάθε θεραπεία, μετά τη θωράκιση με επιμελημένη φροντίδα, είναι απαραίτητη έως αναγκαία η επιβεβαίωση και η ασφαλής επισφράγισή της. Τούτο επιβάλλεται για να μην υπάρξει υποτροπή και επανεμφάνιση της ασθένειας. Αν τούτο απαιτείται, όμως, προκειμένου για τις σωματικές ασθένειες, για τις ηθικές και πνευματικές ασθένειες, που προέρχονται από νοσηρά συμπτώματα αμαρτίας, απαιτείται ιδιαιτέρα επιμέλεια και προσοχή. Η επισφράγιση της θεραπείας στην περίπτωση της υποκρισίας, επιβεβαιώνεται με τη λήψη της συχνής θείας Κοινωνίας. Αυτή ολοκληρώνει την όλη προσπάθεια αποβολής της υποκρισίας από πάνω μας. Τούτο δε διότι δια της θείας Κοινωνίας, επιβεβαιώνουμε το λόγο του Κυρίου. «Ο τρώγων μου την σάρκα και πίνων μου το αίμα εν εμοί μένει καγώ εν αυτώ». Ιωάννου στ΄56. Με αυτόν το λόγο του Κυρίου επιτυγχάνεται η στενότατη ένωσή μας σε ένα πνευματικό σώμα με τα χαρακτηριστικά του κατοικητήριου της θεότητας εντός ημών. Γινόμαστε, τότε, πραγματικοί θεοφόροι. Σ’ αυτό το κατοικητήριο δεν χωράνε πλέον υποκρισίες, ούτε άλλες ανομίες, υπό την προϋπόθεση πάντοτε ότι η επιμελημένη προσοχή μας δεν θα επιτρέψει καμιά υποτροπή της αμαρτωλής νοσηρότητας. Πέραν τούτων, δια της συχνής θείας Κοινωνίας, επιτυγχάνεται ο πλήρης καθαρισμός του όλου εσωτερικού μας κόσμου. Ιδιαιτέρως, μάλιστα, καθαρίζει και προστατεύει τον ελεγκτικό μηχανισμό μας, που λέγεται «συνείδηση» και που είναι ο υπεύθυνος της αρμονικής λειτουργίας του ψυχοσωματικού ανθρώπου. Αποκαλύπτει ο λόγος του Θεού, συγκριτικά με την πρακτική του παλαιού νόμου και  ερωτά: «πόσο μάλλον το αίμα του Χριστού,… καθαριεί την συνείδησιν ημών από νεκρών έργων εις το λατρεύειν Θεώ ζώντι;» Εβραίους θ΄14. Η συχνή θεία Κοινωνία, μας προστατεύει από φορείς νοσηρότητας και αμαρτίας.   

Συμπέρασμα
Το συμπερασματικό μήνυμα, τελειώνοντας, απαιτεί ιδιαιτέρα προσοχή, καθόσον το θέμα συγκροτεί και απαιτεί έναν πανανθρώπινο συναγερμό. Είναι συναγερμός σωτηρίας από ύπουλο εχθρό του ανθρώπου, την υποκρισία. Υπηρετείται αυτή από το χαιρέκακο διάβολο, ως τον εισηγητή της νοσηράς υποκρισίας, που ενεργεί παρέα με τον παλαιό άνθρωπο της αμαρτίας. Παρά το γεγονός, άλλωστε, ότι: «Ο παλαιός ημών άνθρωπος συνεσταυρώθη ίνα καταργηθεί το σώμα της αμαρτίας». Ρωμαίους στ΄6. Ο διάβολος, παρά ταύτα, το συντηρεί. Ταυτόχρονα έρχεται ελπιδοφόρο το μήνυμα της αλλαγής, ότι στη νέα εποχή της Καινής Διαθήκης: «ιδού γέγονε καινα τα πάντα». Β΄ Κορινθ. στ΄11.
Στην καινούργια εποχή, αυτήν που ζούμε σήμερα όλοι μας, η υποκρισία αντιμετωπίζεται αποτελεσματικά από τα θεραπευτικά μέσα που μας δίνει η αποκεκαλυμμένη θεία διδασκαλία και τα οποία είναι προσδιοριστικά και αποτελεσματικά. Τα αναφέρουμε, καταληκτικά. Είναι:
- Η δυνατότητα αναγνώρισης της ύπαρξης της υποκρισίας.
- Η βούλησή μας, που ενεργεί ελεύθερα, να απαλλαγούμε από αυτήν.
- Η δύναμη του Θεού που προκαλείται και προσκαλείται με μια επίμονη και αδιάλειπτη Προσευχή μας.
- Η έντονη, αγωνιστικά, Χριστιανική πνευματική ζωή μας.
- Η συνεχής, αδιάκοπη και συστηματική μελέτη της Αγία Γραφής.
- Η θωράκιση του όλου πνευματικού αγώνα μας και της προσωπικότητάς μας, δια του ιερού και αγίου μυστηρίου της Μετανοίας και Εξομολογήσεως.
- Επισφραγιστικά, τότε, δυναμώνουμε με το μέγιστο θεραπευτικό μέσο: Την συχνή και καθαρή θεία Μετάληψη, ως θεία Κοινωνία.
Στο σημείο τούτο, προσκαλείται ο κορυφαίος των Αποστόλων και Μαθητών του Χριστού, να μας δώσει τον τελικό λόγο του, μαζί με την ευλογία του. Ακούμε τον Απόστολο Πέτρο: «Διό, αδελφοί, σπουδάσατε βεβαίαν υμών την κλήσιν και εκλογήν ποιείσθε· ταύτα γαρ ποιούντες ου μη πταίσητε ποτέ». Β΄ Πέτρου α΄10.    
Ιερά Πόλις Μεσολογγίου 12η Νοεμβρίου 2014
Νικόλαος Σπ. Βούλγαρης
Καθηγητής Θεολογίας
Τηλ. 6972725701
e-mail:nsb@otenet.gr












Δεν υπάρχουν σχόλια: