Παρασκευή 29 Μαΐου 2015

Αρλούμπα                                                                                     Προς διαχρονικό ευτελισμό

Δεν ελπίζω τίποτα δεν φοβάμαι τίποτα είμαι ελεύθερος
                                                                        Νίκος Καζαντζάκης;;;…

Ποτέ δεν φαντάστηκα ότι μια εντυπωσιακή αρλούμπα, έννοια που εδώ μεταφέρεται ως έντονη αγανάκτηση, θα τύχαινε  τέτοιας απόλυτης και εν πολλοίς αβασάνιστης, διαχρονικής αποδοχής. Μάλιστα δε, από ανθρώπους που διαθέτουν ένα εγκόσμιο τεκμήριο σοβαρότητας. Είναι, κατά την άποψή μου, η αποφθεγματική ρήση που αναφέρεται πιο πάνω, ένας λόγος που μπερδεύει κάποιες έννοιες. Άραγε, για σκόπιμο αποτέλεσμα; Όπως και να ’ναι και σε κάθε περίπτωση, είναι γνωστό ότι με τις έννοιες που περιλαμβάνονται στο απόφθεγμα ασχολήθηκαν διαχρονικά πολλές, αν όχι και όλες, μεγάλες προσωπικότητες του πνεύματος. Όλες όμως αυτές οι προσωπικότητες δεν σκόπευαν να δημιουργήσουν σύγχυση. Αντιθέτως, θέλησαν να ερμηνεύσουν, μεμονωμένα ή ολοκληρωμένα, έννοιες που κυκλοφορούν στην καθημερινότητά μας. Να βοηθήσουν έτσι την πνευματική ανέλιξη, αλλά και την ορθή ενημέρωση του διψασμένου για σοφία λαϊκού στοιχείου. Αν τα κατάφεραν ή όχι, θα το επισημάνουμε στη συνέχεια.
Βεβαίως, προσωπικά και ως προς το κατ’ εμέ, δεν στοχεύω στην αποδόμηση φιλοσοφικών απόψεων προσωπικοτήτων, αναγνωρισμένων ή μη, που κατά τα κοσμικά κριτήρια θεωρούνται σπουδαίοι. Τους δικούς μου προβληματισμούς θέλω να εκθέσω και να ζητήσω απόψεις, με έμφαση. Το κουβέντιασμα, άλλωστε, κάποιων θέσεων, με απώτερο σκοπό την πρακτική, σε λαϊκή μορφή, κατανόηση τούτων, ανήκει στο χρέος παντός σκεπτόμενου και γράφοντος. Για τούτο το λόγο επιγράφω με έντονο τρόπο την εργασία μου τούτη. Πιστεύω ότι και οι πιο σπουδαίες φιλοσοφικές έννοιες πρέπει να γίνονται κτήμα και των πλέον αδαών και κατωτέρας γραμματικής γνώσεως ατόμων. Ατόμων οπωσδήποτε που δεν στερούνται στοχαστικών τάσεων, ως κινητήριων γενεσιουργών στοιχείων προς διατύπωση φιλοσοφικών αποφάνσεων. Τότε, με τη βαθειά κατανόηση του περιεχομένου λέξεων και εννοιών, βρίσκουν και τα άτομα, όπως τα περιέγραψα, τη δικαίωσή τους.
Για τη διατύπωση των απόψεών μου, τοποθετούνται στη φυσική τους σειρά οι λέξεις του αποφθέγματος. Αναζητούνται στη συνέχεια η φιλοσοφική τους έννοια και ερμηνεία, με τη σειρά της προτεραιότητας εκάστης, κατά το απόφθεγμα. Καταλήγουμε, ως εκ τούτου, στο τέλος στη φιλοσοφική ερμηνεία του όλου κειμένου. Συνάγονται, έτσι και εν τέλει, τα ανάλογα πορίσματα, σε σχέση με τις επικρατούσες κοσμοθεωρητικές ενοιολογήσεις. Τα συμπεράσματα, τότε, δεν προσδιορίζονται δογματικά με υποκειμενισμό. Ανήκουν ελεύθερα, στους αναγνώστες.
Με τη φυσική σειρά των λέξεων του αποφθέγματος, αναζητούνται οι ερμηνείες των ακολούθων εννοιών: Ελπίζω, τίποτα, φοβάμαι, είμαι, ελεύθερος. Παρατηρούμε, όμως, ότι η εξέταση εκάστης έννοιας χωριστά, θα πρέπει να ακολουθήσει την παρακάτω σειρά, ανάλογα με την εννοιολογική θέση της στο απόφθεγμα:
α. Η έννοια «τίποτα», με τη διπλή της παρουσία στο απόφθεγμα.
β. Η έννοια «είμαι», ως προσωποποίηση του όλου αποφθέγματος.
γ. Η έννοια «ελπίζω», με τη θετική κινητικότητά της.
δ. Η έννοια «φοβάμαι», ως αποτρεπτική εσωτερικής διάθεσης.
ε. Η έννοια «ελεύθερος», που στοχεύεται καταλυτικά, ως τον προς όν όρο, από όλες τις προηγούμενες έννοιες. Να λειτουργήσει, δηλαδή, ως κυρίαρχη έννοια του όλου αποφθέγματος.
Μετά τον προσδιορισμό και τη στόχευση της παρούσας εργασίας περί του τρόπου σκέψεως, ερμηνείας και διατύπωσης απόψεων, επί του εξεταζομένου αποφθέγματος, προβάλλεται η ανάλυση των ως άνω εννοιών, με πρώτη το «τίποτα».

α. Η έννοια «τίποτα»
Η φιλοσοφική σκέψη αποφάνθηκε από την προσωκρατική και την μετέπειτα εποχή, ότι τίποτα δεν έρχεται σε ύπαρξη από την περιοχή του «τίποτα» ή χάνεται μέσα στο «τίποτα». Έτσι διατυπώθηκε από τους λεγομένους ατομικούς φιλοσόφους η άποψη ότι το «τίποτα» αποτελεί, οντολογικά, το υπαρκτό «κενό», που υπάρχει μεν στο χώρο, αλλά με απόλυτη απουσία ύλης. «Τίποτα»!... Άρα το «τίποτα», είναι το «ον», το υπάρχον, ως ένα άϋλο υπάρχον. Την άποψη αυτή διατύπωσαν οι Αβδηρίτες, Λεύκιππος και Δημόκριτος, δάσκαλος και μαθητής. Αντίθετα η Ελεατική Σχολή δέχτηκε ότι το «κενό» στο χώρο, ως «τίποτα», είναι το «μη όν», το μη υπάρχον. Ο Δημόκριτος μάλιστα προχώρησε και ξεκαθάρισε ότι το «κενό» στο χώρο, δεν ταυτίζεται με το «τίποτα», όπως το «μη όν» των Ελεατών, αλλά είναι κάτι το υπαρκτό μεν, πάντοτε όμως με την ανυπαρξία ύλης. Μήπως, άραγε, σχετίζεται η άποψη αυτή με το λόγο της Βίβλου περί αβύσσου και χάους, κατά τη Δημιουργία;
Το «τίποτα», επομένως, του αποφθέγματος, εκφράζει έναν υπαρκτό χώρο, «κενό», χωρίς την ύπαρξη ύλης. Έναν σκέτο και κραυγαλέο μηδενισμό, θα λέγαμε. Σαν να επιδιώκει το «τίποτα», τη συνύπαρξη του νόμου με την αταξία. Είναι, ακόμα, σαν μια μορφή που εκφράζει τους καταναλωτές της πνευματικότητας, ως καταναλωτές και μόνο, χωρίς πρακτική ωφέλιμη προσφορά, με μήνυμα δημιουργικό προς τα πρόσω. Είναι όπως, το λέω για να λέω!... 

β. Η έννοια «είμαι»
Το ρήμα «είμαι», ως μεσοπαθητικό υπαρκτικό, εκφράζει την αναζήτηση του πυρήνα της ύπαρξής μας. «Είμαι», ίσον υπάρχω. Απασχολεί τη φιλοσοφία από την εποχή των Ελεατών. Θέλει με το «είμαι», να αποκτάει, κατά τον Ηράκλειτο, ο υπαρκτός άνθρωπος γνώσεις με την έρευνα κυρίως του εαυτού του. «Είμαι»! Απόλυτα βεβαιωμένο. Άλλοι φιλόσοφοι, όπως κυρίως ο Σωκράτης, γνώριζαν όσα γνώριζαν για την ύπαρξή τους με τη μαιευτική αναζήτηση, από τον εαυτό τους και από όσους βρίσκονταν στο δρόμο τους. Αλλά και τότε, δεν είναι δυνατό να αναζητούνται από το υπαρκτικό «είμαι», ό,τι και όσα δεν είναι γνωστά, επειδή δεν ξέρουμε τι να αναζητήσουμε. Ούτε, βεβαίως, να αναζητούνται όσα γνωρίζουμε, αφού ήδη τα γνωρίζουμε. Με αυτή την έννοια, το «είμαι», επομένως, δηλώνει την γνώση, ως μάθηση, με σκοπό την ανάμνηση, ως ενθύμιση. Επιδιώκεται, βεβαίως, αυτή η αναζήτηση, για όσα υπάρχουν μέσα στην ύπαρξή μας.
Το «είμαι» του αποφθέγματος, κατά ταύτα, φανερώνει μια μόνιμη και απόλυτη πραγματικότητα, άσχετη από κάθε άλλη εμπειρία, ως κατ’ αίσθηση αντίληψη. Σαν να λέμε ότι, για το «ελεύθερος», δεν θα χρειάζονταν αρνήσεις και θέσεις. Ούτε ελπίδες, ούτε φόβοι. Το «είμαι» εκφράζει περισσότερο την απολυτότητα. Με την εμπλοκή τοιούτων θέσεων δείχνεται απλά, ότι ο συντάκτης απορρίπτει την ελπίδα ως ενεργητική θέση και θυμάται την άφοβη Κρητική καταγωγή του, δεν φοβάμαι.

γ. Η έννοια «ελπίζω»
Το ρήμα «ελπίζω», από όπου και η «ελπίδα», χρησιμοποιείται ως έννοια, κυρίως για να εκφραστεί η προσδοκία, προκειμένου να υποδεχθούμε κάτι ευχάριστο. Συμβαίνει δε πολλές φορές το «ελπίζω», ως ενεργητική και θετική έννοια, να εξαφανίζεται μεταξύ φόβου και αρνήσεως. Το «ελπίζω», ως έννοια άλλωστε, δημιουργεί ευεξία στον άνθρωπο, προκειμένου να αντιμετωπίσει τα προβλήματα και τις αντιξοότητες της ζωής. Δίνει νόημα και προοπτική με ανάλογη προσμονή «προς τα κρείτωνα» και τα αγαθά. Όταν όμως συνδέεται με αρνητικό μόριο ή σχετίζεται με την έννοια του φόβου, όπως προείπαμε, ανατρέπεται η εννοιολογική προοπτική του και περνάει στη σφαίρα της άρνησης και του μηδενισμού. Ταυτόχρονα κανένα αγαθό δεν προοιωνίζεται να προσδοκά ο αρνούμενος τη δημιουργική προσφορά του «ελπίζω», ως προσδοκόμενης «ελπίδας». Τούτο δε, καθόσον ο μηδενιστής καθίσταται αφ’ εαυτού αντιπαραγωγικός αξιών μέχρι και αρνητής κάθε αξίας. Κατά τούτο, επομένως, ο συντάκτης του περί ου ο λόγος αποφθέγματος, εμφανίζεται ως γνήσιος αποδέκτης μηδενιστικών θέσεων. Συνδέει την «ελπίδα» με την άρνηση «δεν» και στη συνέχεια ισχυροποιεί τη μηδενιστική θέση του προσθέτοντας την αντίθετη του «ελπίζω», έννοια του «δέδοικα» ή «φοβούμαι».
Δεν μπορεί, επομένως, ο μη αποδεχόμενος τα δημιουργικά και αγαθά του «ελπίζω», να αναμένει τα προσδοκόμενα της ελευθερίας. Ούτε να συνδέεται ο «ελεύθερος» με το μηδενιστή, ως αρνούμενος κάθε πνευματική σχέση με τις ανώτερες αξίες ψυχής και πνεύματος.

δ. Η έννοια «φοβάμαι»
Το ρήμα «φοβάμαι», από όπου και ο «φόβος», εκφράζει, σε αντίθεση προς την ελπίδα, την υπόνοια επικείμενου ή επερχόμενου κακού, πραγματικού ή νομιζόμενου. Είναι η «Αψιμυθία», ως παροδική έκρηξη του συναισθήματος με διατάραξη της πνευματικής και σωματικής ζωής. Αριστοτελικά ορίζεται ο «φόβος», ως λύπη ή ταραχή εκ φαντασίας μέλλοντος κακού φθαρτικού ή λυπητερού. Επιφέρει διαταράξεις του σωματικού οργανισμού και αλλοιώσεις των κινήσεων της καρδιάς, των αιμοφόρων αγγείων, της αναπνοής, των αδένων. Δημιουργεί κοκκινίλες, κιτρινίσματα, δάκρυα και τρόμο. Ο φοβούμενος, ως ο σοφός ή ο ενάρετος, οφείλει να αντιμετωπίζει με δεσπόζουσα ηρεμία το φόβο, να αντλεί παραγωγικές δυνάμεις και να αποσκοπεί στο κέρδος της ψυχικής του γαλήνης, κατά τους Στωικούς και της προσωπικής του ελευθερίας, κατά τον Σπινόζα. Αντίθετα, ο αρνητής των αξιών της ζωής, με μηδενιστική τοποθέτηση, γνωρίζει μόνο διαταραχές και απορριπτικές του φόβου προσφορές. Η Χριστιανική φιλοσοφία και αντίληψη, αποφαίνεται ότι ο φόβος αποβάλλεται μόνο δια της τελείας αγάπης. Α΄ Ιωάν. δ΄18.
Δεν μπορεί, επομένως, ο συντάκτης του αποφθέγματος, να αξιοποιήσει τα εκ του «φόβου» ωφελήματα, ως μηδενιστής των αξιών και όχι ως αληθής, όπως διατείνεται, φιλόσοφος. Ταυτόχρονα να μπορεί να αισθανθεί και το αγαθό της ελευθερίας, ως συνέπεια απορρέουσας εκ της εκτελέσεως του καθήκοντος. Αυτού του καθήκοντος, που αποτελεί την ουσία της ηθικής συμπεριφοράς, κατά τους κοινωνικούς όρους κάτω από τους οποίους ευρίσκεται και δραστηριοποιείται ο άνθρωπος. Ο στερούμενος φόβου, μηδενιστικά αντιμετωπίζει κάθε ιδανικό. Επομένως, γιατί όχι, και την ελευθερία.  

ε. Η έννοια «ελεύθερος»
Η έννοια «ελεύθερος», προέρχεται από τη δεξαμενή των καθαρά Ελληνικών λέξεων, με ενεργητική προοπτική. Είναι ο εκτελών κίνηση χωρίς καταναγκασμό, κινούμενος αυτοπροαίρετα. Συνοδεύεται, όμως, και από την έννοια της αγάπης, όπως την προσδιορίζει η κατάληξη «ερος», κατά την άποψη ενίων ερμηνευτών. Ο «ελεύθερος», πλαισιώνεται και δεσμεύεται από δύο αιτίες, ως αντιτιθέμενες. Η πρώτη προέρχεται από προσωπική πρόθεση και βούληση του ατόμου, που καλείται «αυταρχία», ως προϊόν του «εγώ». Αυτή μπορεί και να διαφοροποιείται. Η δεύτερη, δεχόμενη εξωγενείς επιδράσεις, προσδιορίζεται αναγκαστικά από ποικίλα ελατήρια και καλείται «ετεραρχία». Οι δύο αυτές αιτίες εξαρτώνται και από το χαρακτήρα του ατόμου. Πρακτικά «ελεύθερος» είναι εκείνος που πιστεύει ότι μπορεί να πράττει ελαυνόμενος από ίδιες δυνάμεις, οπότε τούτο ανήκει στη σφαίρα επιρροής της «αυταρχίας». Τότε και μόνο η «αυταρχία», είναι επιβεβλημένη από απόψεως ηθικής, παιδαγωγικής και νομικής. Παρά το γεγονός τούτο, οι εκδοχές «ηθικής» και «ψυχολογικής», δεν αξιολογούνται φιλοσοφικά, ως προς την ελευθερία. Από πλευράς «ηθικής», είναι ελεύθερος ο άνθρωπος να πράττει απλά, κατευθυνόμενος οπωσδήποτε, από ηθικές αρχές. Από πλευράς «ψυχολογικής», αποφασίζει μόνο δια της ιδίας αυτού θελήσεως, χωρίς εξωτερική ή εσωτερική βία.
Το «ελεύθερος» του αποφθέγματος, θα μπορούσε να καταταγεί στην επιρροή της «αυταρχίας», αν δεν είχε τη μορφή συμπερασματικού αποτελέσματος κάποιων άλλων εννοιών που προηγούνται, ως προϋπόθεση. Ομοίως θα μπορούσε να ενταχθεί στη σφαίρα της «ετεραρχίας», αν δεν είχε απορρίψει έννοιες, που με την αρνητική τους τοποθέτηση τέθηκαν εκτός επιρροής της ελευθερίας.

Κατά ταύτα
Αναλύσας, όσο γινόταν πιο απλά και περιληπτικά, τις έννοιες των λέξεων του αποφθέγματος, που έθεσα ως κεφαλίδα, δικαιολογώ την εν αγανακτήσει απόφαση να το αποκαλέσω «Αρλούμπα». Βεβαίως δεν είναι η μόνη που κυκλοφορεί σε σοφιολογικά στέκια. Όμως η παρούσα είναι βοώσα. Φρονώ ότι για όλες θα μπορούσε να ισχύσει ο λόγος του Δαυΐδ, ότι «Προσώζεσαν και εσάπησαν…». Ψαλ. Λζ΄6.
Έτσι:
Εκφράστηκε δια του αποφθέγματος ο μηδενισμός αντάμα με τον κυνισμό του συντάκτη, με την εμφαντική έννοια του «τίποτα», ως συνύπαρξη του νόμου με την αταξία ή του λέω για να λέω.
Με το «είμαι» ο συντάκτης, απορρίπτει την ελπίδα ως ενεργητική θέση και θυμάται την άφοβη Κρητική καταγωγή του. Εμπλέκει τα άσχετα. Η Κρητική λεβεντιά είναι αδιαπραγμάτευτη.
Ο μη αποδεχόμενος τα δημιουργικά αγαθά του «ελπίζω», δεν αναμένει τα προσδοκόμενα της ελευθερίας. Ούτε συνδέεται ο «ελεύθερος» με το μηδενιστή, ως αρνούμενος κάθε πνευματική σχέση με τις αξίες ψυχής και πνεύματος.
Με το «φοβάμαι», βεβαιώνεται ότι ο στερούμενος φόβου, ως σεβασμού και δέους, μηδενιστικά αντιμετωπίζει κάθε ιδανικό. Επομένως και την ελευθερία.
Ο «ελεύθερος», κατά το συντάκτη, ούτε στην «αυταρχία» υποκλίνεται ούτε στην «ετεραρχία» κατευθύνεται. Φαίνεται ότι του αρκεί το «τίποτα».
Άρα, η «αρλούμπα», στο μεγαλείο της!!....

Η αποκάλυψη
Εκτός τούτων, όμως, αναζήτησα να βρω το σκεπτικό του συντάκτη και την απόφασή του να γράψει το εν λόγω απόφθεγμα, που για χρόνια πιπιλίζεται από χείλη σοφών και άσοφων, ιδιαιτέρως εκείνων που ιδεολογικά και μονόπλευρα εκφραζόμενων, οι οποίοι προσανατολίζονται και προς ένα διαχρονικό ευτελισμό. Σε τούτο τον προβληματισμό μου, έλαβα απάντηση από τον Σύρο συγγραφέα, από τον άνω Ευφράτη, το Λουκιανό τον Σαμοσατέα του 2ου μ.Χ. αιώνα. Σατιρικός συγγραφέας και ρητοροδιδάσκαλος ο ίδιος, συνομιλεί με τον σύγχρονό του, ζάπλουτο Κύπριο, αλλά μηδενιστή και κυνικό φιλόσοφο, το Δημώνακτα. Γνωστό, άλλωστε, είναι ότι η κυνική φιλοσοφία στοχεύει στην άρνηση των κοινωνικών συμβάσεων. Ο Δημώναξ, λοιπόν, ρωτήθηκε από κάποιον, όπως αναφέρει ο Λουκιανός, ποιον θεωρεί ότι είναι ελεύθερος. Απάντησε: «Εκείνον θεωρώ ελεύθερο, όποιον δεν ελπίζει τίποτα και δεν φοβάται τίποτα». Ο συντάκτης μας, έβαλε αυτή την απάντηση ως απόφθεγμα, στα δικά του μέτρα και το ξεφούρνισε, ως δικό του. Γνώριζε, μάλιστα, την άποψη του Δημώνακτος μέσα από μεταφράσεις των έργων του Λουκιανού, καθώς και από τον Κρήτα συγγραφέα και λογοτέχνη Ιωάννη Κονδυλάκη. Διερωτώμαι: Γιατί την αποφθεγματική απάντηση του Δημώνακτα, έκαμε “and hoc” δικό του απόφθεγμα ο σπουδαίος μηδενιστής φιλόσοφός μας; Ρωτάω, όμως τώρα, τον κάθε αναγνώστη: Πως λέγεται ο οικειοποιούμενος ξένου αποφθέγματος, μάλιστα δε με τόση έμφαση και θρασύτητα, ώστε να ζητήσει να τοποθετηθεί, ως δικό του, και στο κιβούρι του; Το Ελληνικό λεξιλόγιο είναι πλούσιο και γι’ αυτή την περίπτωση. Ο νόμος για την πνευματική ιδιοκτησία και τη λογοκλοπή, είναι ενεργός, μαζί με την ηθική τάξη. Άλλωστε, λίγοι γνωρίζουν ότι το απόφθεγμα είναι απόκτημα εκ λογοκλοπής, όπως αποφάνθηκαν πολλοί λόγιοι της εποχής μας και έτσι το αποδέχθηκαν. Προσθέτω εδώ μόνο μια επίκαιρη χαρακτηριστική ρήση του μεγάλου Αβραάμ Λίνκολν. «Μπορείς να τους ξεγελάς όλους για λίγο καιρό, λίγους όλο τον καιρό, αλλά όχι όλους όλο τον καιρό».

Για να γνωρίζουμε, όμως, και τα περί του μηδενισμού, ως φιλοσοφικής κατεύθυνσης, λέγουμε ότι αυτός απορρίπτει και αποδοκιμάζει το περιβάλλον του, το καταδικάζει απόλυτα, διαμαρτύρεται και επαναστατεί εναντίον του. Εκφραστής του υπήρξε ο Φρειδερίκος Νίτσε, ως φορέας του δυναμικού μηδενιστικού πνεύματος. Παραθέτουμε συνέχεια και τα παρακάτω είδη του.
Ο μηδενισμός διακρίνεται ως:
Γνωσιολογικός ή θεωρητικός μηδενισμός, ο οποίος δεν παραδέχεται καμιά αλήθεια και ισοδυναμεί με τον απόλυτο σκεπτικισμό.
Ηθικός μηδενισμός, που απορρίπτει τις ηθικές αξίες και ισοδυναμεί με τον αμοραλισμό.
Μεταφυσικός μηδενισμός, που αρνείται την ύπαρξη νοήματος στη ζωή, την ύπαρξη του Θεού, της λογικής τάξης στον κόσμο κλπ.
Κοινωνικός μηδενισμός, που απορρίπτει όλους τους κοινωνικούς και πολιτικούς θεσμούς, συγγενεύοντας έτσι με την ανατρεπτική φιλοσοφία.
Ιστορικός μηδενισμός, που υποστηρίζει ότι δεν υπάρχει τελικός σκοπός ή νόημα στην ιστορική εξέλιξη και αν υπάρχει τελικός σκοπός, αυτός είναι η καταστροφή και το αδιέξοδο.

Κλείνοντας την παρούσα μου, επαναλαμβάνω ότι ο προβληματισμός μου απέναντι στο απόφθεγμα της επικεφαλίδας, ως έντονη αγανάκτηση, στοχεύει σε μια συζήτηση που να τοποθετεί στη σωστή τους διάσταση θέσεις, αξίες και άτομα. Αυτές και αυτά, που να μπορούν να διδάσκουν και να ωφελούν ανάλογα το διψασμένο για την αλήθεια Ελληνικό λαό μας.
Ευχαριστώ
Ιερά Πόλις Μεσολογγίου Απρίλιος 2014.
Νικόλαος Σπ. Βούλγαρης
Καθηγητής Θεολογίας

e-mail:nsb@otenet.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια: