Η ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΤΩΝ ΕΙΚΟΝΩΝ
*
Προσεγγίζει συνοπτικά: Νικόλαος Σπ. Βούλγαρης
Με αφορμή το καινούριο ξεκίνημα της λειτουργίας δύο Σχολών
Αγιογραφίας εκ μέρους της Ιεράς Μητροπόλεως Αιτωλίας και Ακαρνανίας, κρίνουμε
σκόπιμο να παρουσιάσουμε, με μια πρώτη προσέγγιση, τη «Θεολογία των Εικόνων». Η πρωτοβουλία του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου
Αιτωλίας και Ακαρνανίας Κυρίου Κοσμά, να λειτουργήσουν οι δύο Σχολές στο
Μεσολόγγι και το Αγρίνιο, εντάσσεται στα γενικότερα πλαίσια της πνευματικής και
λατρευτικής παιδείας του πληρώματος της Εκκλησίας μας. Είναι άξιοι επαίνου οι
γονείς των μαθητών των δύο Σχολών Αγιογραφίας. Ιδιαιτέρως επαινετή είναι η
προσπάθεια πολλών νέων και νεανίδων να μαθητεύσουν σ’ αυτές τις Σχολές και να
μας εντυπωσιάσουν με τα έργα τους. Η Εκκλησία τους παρακολουθεί με αγάπη και
ενδιαφέρον.
Α. Εισαγωγικά
Η τέχνη είναι μια έκφραση της ψυχής,
που απαιτεί ιδιαίτερη επιτηδειότητα στην εκτέλεση χειρωνακτικού έργου, πάντοτε
με την ηγετική παρότρυνση και επίβλεψη του λογικού. Η μετεξέλιξη της τέχνης όμως
με κάποια ιδιαιτερότητα, αναπτύσσεται σε καλαισθησία. Τότε γεννιέται η καλλιτεχνία
που καλύπτει τις ευγενέστερες τάσεις του ψυχισμού των ανθρώπων και εκφράζεται
με την επιμελημένη και καλαίσθητη εργασία που ασκεί ο καλλιτέχνης. Αυτός, είναι
ο τεχνίτης που εργάζεται με αριστοτεχνικότητα και καλαισθησία υπηρετώντας μία
από τις καλές τέχνες, μεταξύ των οποίων είναι και η Zωγραφική. Κλάδος δε
της Zωγραφικής είναι και η Aγιογραφία, η οποία
αποτελεί την τέχνη της απεικόνισης θρησκευτικών θεμάτων και προσώπων για διακόσμηση
και εμπλουτισμό Ναών και ιερών χώρων, με φορητές ή επιτοίχιες εικόνες.
Η Αγιογραφία
ως τέχνη απαιτεί συνεργασία επιτηδευμένης κίνησης του χεριού με ταυτόχρονη
βιωματική έκφραση του λογικού και της ψυχής του Αγιογράφου. Τότε το έργο προσελκύει
το θαυμασμό και το καμάρωμα του δημιουργού. Τότε εκφράζεται μαζί με το αντικείμενο της εικόνας
και το ψυχικό μεγαλείο του καλλιτέχνη. Τούτο δε, διότι αποδεικνύει επιπλέον τα
υψηλά και ευάρμοστα επινεύματα του χρωστήρα και του πινέλου, που τα χειρίζονται
άξια και επιτηδευμένα χέρια. Τότε εξαίρεται το μεγαλείο του αγιογραφικού έργου
σε συνδυασμό με το ψυχικό αποτύπωμα του δημιουργού. Εξαίρεται έτσι και
θαυμάζεται κάθε αγιογραφικό δημιούργημα, ακόμα και από τους πλέον αδαείς περί
την καλλιτεχνία. Τότε εκπέμπεται και από την εικόνα, ως έργο τέχνης, μια
ιδιαίτερη δύναμη και προβολή που σαγηνεύει, που εμπνέει και πλημμυρίζει την ψυχή
του θεατή από δέος και σεβασμό. Τότε εντυπωσιάζει και εξαίρεται
το μεγαλείο του αγιογραφικού έργου και όχι μόνο. Δίνει εναργέστερα και του
δημιουργού το ψυχικό αποτύπωμα.
Αφορμή και
ευκαιρία δίδεται με την παρούσα αναφορά για να χαραχτούν αδρές πινελιές ενός λόγιου
χρωστήρα, ανάμικτες με θεολογική έκφραση, για να προβληθεί η υψηλή Τέχνη της Αγιογραφίας.
Πάντοτε βεβαίως σε συνδυασμό με τις ανάλογες καλλιτεχνικές τάσεις, με τις απαραίτητες
σχολές και τους ιερούς σκοπούς που εξυπηρετεί και υπηρετεί το συνολικό Ορθόδοξο
και Εκκλησιαστικό αγιογραφικό έργο. Επιγραμματικά θα λέγαμε ότι η Ορθόδοξη Αγιογραφία
παρουσιάζει επαναστατική μορφή τέχνης, που ξεπερνάει τα παραδεδομένα. Αυτή η
επαναστατικότητα οφείλεται στην προβολή της με έντονη θεολογική αποτύπωση. Σχολές
δηλαδή, υψηλής τέχνης και τεχνικής που δέσποσαν διαχρονικά στο πέρασμα των αιώνων.
Έτσι έδειξαν επαναστατικότητα στο πνεύμα και τη γραμμική σύνθεση προσώπων,
μορφών και γεγονότων, προσθέτοντας πάντοτε θεολογική σκέψη και ανθρωπολογική
δυναμική.
Η Θεολογία επομένως
διατυπώνεται δια της Αγιογραφίας με τα ανάλογα μέσα. Διατυπώνεται με το πινέλο
του αγιογράφου κατά ένα καθαρά πρωτότυπο τρόπο που θα τον ζήλευαν και οι πιο
μεγάλοι τροφοδότες θεολογικών νοημάτων. Καταφέρνει
έτσι να καλλιτεχνείται η Θεολογία με την προσευχή, με την ανθρωπολογία, με τη
ζωή, με τη γραμμική, με τη λεπτομέρεια, ώστε τα δημιουργήματά της να
παριστάνουν εντυπωσιακή πρωτοτυπία σε διαχρονική επαναστατική μορφή. Γίνεται η
Θεολογική Αγιογραφία δημιουργός διαχρονικών συμβολισμών κόντρα στην
επιχειρούμενη εμπορευματοποίηση του Θείου και της εικόνας του.
Κοιτάζει ο θεολογών Αγιογράφος κατάματα
το σύμπαν. Εμπνέεται από αυτό, το καταγράφει και το αποδίδει σε ένα σύνολο που
αναζητάει να προσκυνήσει το γνήσιο, το αληθινό, το ιδεαλιστικό και το σωστό. Με
τον τρόπο αυτό επιδιώκει και επιτυγχάνει μια αναγεννητική τροχιά και στον τομέα
της Τέχνης στο σύνολό της. Αναγέννηση ακόμα επιδιώκει και σε όλους τους τομείς
της ζωής σήμερα. Ιδιαιτέρως στην Τέχνη επιτυγχάνουν οι καλλιτέχνες, μόνο όταν ενεργούν
ως σωστοί και εμπνευσμένοι άνθρωποι. Ιδιαιτέρως όμως τη θεία Τέχνη, όπως είναι
η Αγιογραφία, την κάνουν αυτοί μόνο που μπορούν κοσμοθεωριακά να ερμηνεύουν και
να θεώνται το Σύμπαν με υπερκόσμιων λογισμών καταγραφές, όπως είναι η Θεολογική
προσαρμογή. Εκφραστής αυτών των τάσεων στον τομέα της τέχνης είναι η Βυζαντινή
Αγιογραφία, που στηρίζεται ακραιφνώς στη Θεολογία και τη θεολογική σκέψη. Αυτή
η Αγιογραφία ανέδειξε δημιουργούς
παραδοσιακών τάσεων, σε μοντέρνα για την κάθε εποχή τεχνοτροπία. Πέρασε πολλές
μεταλλάξεις κατά καιρούς, χωρίς να χάνει την αρχική παραδοσιακή της μορφή και
αίγλη. Κατέληξε να λέγεται Ρωσική, Κρητική,
Μακεδονική και ό,τι άλλο. Οπωσδήποτε όμως παρέμεινε και παραμένει άθικτη και
αιωνόβια, δίνοντας την ευκαιρία σε νέους Αγιογράφους να συνεχίζουν και να
παράγουν καινούργιες σχολές με πιο σύγχρονες καταγραφές. Τότε μπορούμε άνετα να
μιλάμε για Θεολογία σε ανθρώπινη μορφή και ανθρωπολογία με θεία διάσταση. Τότε, το βλέμμα του Αγιογράφου στην εικόνα πλέκει ταυτόχρονα
θείες και ανθρώπινες ιδέες και διαστάσεις.
Αν
δεχτούμε προς στιγμήν, σαν σωστό, αυτό που γράφτηκε στην εποχή μας για παρακμή των
ιδεών, λόγω της εμπορικότητας και της πεζότητας των εκφραστών των, με την
Αγιογραφία όπως παρουσιάζεται σήμερα, ανατρέπεται η ανησυχία αυτή, γιατί αποτολμά
τη σύνδεση του παλαιού με κάτι νέο αναγεννούμενο μέσα στην εποχή που ανέτειλε.
Είναι η Θεολογική Αγιογραφία όπως αναγεννιέται στην εποχή μας, το νέο κρασί που
πλουσιοπάροχα μπαίνει στους ασκούς που δημιουργεί η καινούρια τεχνοτροπία. Έρχεται
για να δροσίσει τη γεύση και να εμπνεύσει τη σκέψη στους μύστες και τους λάτρεις
της τεχνικής.
Β. Αγιογραφία
και Θεολογία
Η
Αγιογραφία φοράει σε κάθε περίπτωση το ένδυμα των Θεολογικών μηνυμάτων. Χωρίς
αυτά είναι μια ουτοπία ανούσια και προκλητική. Ειδικότερα θα μπορούσαμε να
πούμε ότι, για τις αγιογραφημένες Χριστιανικές εικόνες και παραστάσεις, που συναντάμε
στα σύγχρονα αγιογραφεία, τους Ιερούς Ναούς και αλλαχού, οραματιζόμαστε και
διδασκόμαστε πρωτόγνωρη Ορθόδοξη Θεολογία. Παίρνουμε τα ενισχυτικά δυναμάρια
της πνευματικής πορείας μας. Μπορούμε ως εκ τούτου να απαριθμήσουμε μερικούς
από τους πιο εντυπωσιακούς θεολογικούς οραματισμούς. Όλοι αυτοί εκφράζουν το
μεγαλείο της Ορθόδοξης σκέψης, βγαλμένο μέσα από τα Ιερά κείμενα και τη θύραθεν
ανθρώπινη γραμματολογία.
Συναντάμε επομένως στην Εικόνα:
1. Αγιογραφία: Η Θεολογία της Ωραιότητας
Το ωραίο μάγευε από τη
δημιουργία του κόσμου ακόμα, κάθε καθαρή και παραγωγική σκέψη. Ο μέγας Πλάτων
διετύπωσε την αρχή ότι: «Το ωραίο είναι η
λαμπρότητα του αληθινού». Είναι αυτό που κάνει το καλό και το
ωραίο να ανεβαίνουν τις δύο πλαγιές μιας μοναδικής κορυφής για να μπορέσει να
συμβιώσει ο άνθρωπος στην κορυφή όπου και η ολοκλήρωση που εκπέμπει ωραιότητα. Η
εικόνα, ως μορφή ή παράσταση, είναι η κορυφή και το καινούριο που ξεχωρίζει
τότε, βλέπεται και θαυμάζεται από την καθαρή σκέψη. Είναι το συμπέρασμα στο
οποίο κατέληγε και ο Θεός για κάθε καινούργια μέρα στην εποχή της δημιουργίας.
Έδωσε έτσι ο ίδιος τη θεολογία της ωραιότητας στην εικόνα του κόσμου. Διακήρυσσε
τότε μετά από κάθε καλλιτέχνημα: «Και είδεν ο Θεός ότι
καλόν». Γενέσεως α΄ 8.
Έτσι μπορούμε να
ακούσουμε και ημείς τους Πατέρες της Γ’ Οικουμενικής Συνόδου να αποφασίζουν με
μια αποκαλυπτική τοποθέτηση, ότι: «Κανείς δεν μπορεί
να παραστήσει την εικόνα του Κυρίου, παρά μόνο το Πνεύμα το Άγιο».
Αυτό, το Άγιο Πνεύμα, είναι ο θείος εικονογράφος, εξ ου παράγεται και η θεολογική
ωραιότητα της Εικόνας.
Η θεολογία δε της
ωραιότητας επιπλέον, συμπληρώνεται και με όσα δέχτηκαν και κατέγραψαν οι
Βυζαντινοί. Διατύπωσαν ότι: «Οι εικόνες είναι
οι αστραπές της θείας ωραιότητας». Χαρακτηριστικό ακόμη είναι και
το γεγονός ότι η απεικόνιση και του Τιμίου Σταυρού, αποτελεί κατά τους
Υμνογράφους, τη χαρακτηριστική ωραιότητα της Εκκλησίας, με όλη τη θεολογία του
Τιμίου Σταυρού, όπως την εκφράζει και την προβάλλει. Ψάλλει σχετικά η Εκκλησία
μας: «Σταυρός, η ωραιότης της Εκκλησίας».
Εξαποστειλάριο Υψώσεως Τιμίου Σταυρού.
Εκφράζει
επομένως η αγιογραφική Εικόνα, ζωντανά και με ενάργεια, τη Θεολογία της
ωραιότητας με τα μηνύματά της.
2. Αγιογραφία: Θεολογία Λόγου και Εικόνας
Γνωρίζουμε
από την όλη γραμματολογική πρακτική ότι, ο λόγος τείνει και εξαντλείται προς την
λογική της απόδειξης. Από την άλλη μεριά η εικόνα υπάρχει και τοποθετείται προς
την επίδειξη των ιδεών και των μηνυμάτων. Έτσι τούτο τελεσιουργείται και κατά τη
διάρκεια της Θείας Λειτουργίας. Έχουμε τότε σε ενέργεια και τις δύο τάσεις.
Ξεκινάει με τη σχέση της θεολογίας του λόγου και ολοκληρώνεται με τη θεολογία της
εικόνας.
Η
λειτουργία των κατηχουμένων, ως παράδειγμα, είναι ο λόγος και η διδασκαλία. Καλούνται
οι Κατηχούμενοι να διδαχθούν το περιεχόμενο της πίστεως προκειμένου να
ενταχθούν στη χορεία των Πιστών. Τότε στο κέντρο της Αγίας Τράπεζας βρίσκεται το
Ιερό Ευαγγέλιο. Η πηγή του λόγου και της διδασκαλίας. Έτσι αγιογραφείται ο
λόγος ως παράσταση των Κατηχουμένων.
Η
λειτουργία των πιστών είναι η παράσταση και η εικόνα. Το κέντρο της Αγίας
Τράπεζας το παίρνει τότε το αγιαστικό και ζωοπάροχο Δισκοπότηρο. Βλέπουμε μέσα
σ’ αυτό, τον ίδιο το Χριστό να παρίσταται και να κυριαρχεί ανάμεσα στην ιερή
σύναξη των πιστών. Οι πιστοί γίνονται τότε θεατές και συγκλονιστικά συμμέτοχοι
των μεγάλων Μυστηρίων της θείας κοινωνίας. Τότε κατά την αγία Αναφορά, στο «Άνω σχώμεν τας καρδίας», απαντάμε «Έχομεν προς τον Κύριον». Γινόμαστε δηλαδή ένα
με τον επί της Αγίας Τραπέζης Κύριο και Θεό μας, προκειμένου με έναν απώτερο
σκοπό να καταστούμε μεταλαμβάνοντες, «εις κοινωνίαν του
Αγίου Πνεύματος, εις βασιλείας ουρανών πλήρωμα». Επιπλέον δε
συνομιλούμε απ’ ευθείας με τον επί της αγίας Τράπεζας Κύριό μας και του ζητάμε
ανάλογα αιτήματα με τις προσρήσεις «Έτι προσφέρομέν
σοι» και «Έτι παρακαλούμεν
σε», για να καταλήξουμε στο «Μνήσθητι
Κύριε» ως επαναληπτική επιφώνηση. Έτσι αγιογραφείται η εικόνα
της λατρείας των πιστών.
Τότε
ακούμε και τον ταυτόχρονο λόγο του Θεού να μας μιλάει για την εικόνα του Θεού
μέσα στον περιβάλλοντα κόσμο. Άνοιξε και ο Κύριος με το λόγο του τα μάτια των
Μαθητών για να γνωρίσουν μερικώς την εικόνα με τα μεγαλεία της δόξας του Θεού
μέσα στον κόσμο, για να ακούνε και να βλέπουν. Επιλέγει μάλιστα συμπερασματικά
με εποπτικό τρόπο: «Μακάριοι οι βλέποντες ά βλέπετε».
Λουκά ι΄ 23.
Δηλαδή: «Τρισευτυχισμένα είναι τα μάτια
που βλέπουν αυτά τα μεγαλεία του Θεού που εσείς βλέπετε τώρα».
Αυτού ακριβώς
κρύβεται και η θεολογία της σχέσης λόγου και εικόνας, όπως την παριστάνουν οι Ορθόδοξοι
αγιογράφοι μας.
3. Αγιογραφία: Εικόνα και Λειτουργία
Οι εικόνες δεν
τοποθετούνται στους Ναούς σαν μουσειακά ή καλαισθητικά αντικείμενα. Προβάλλονται
για να ενισχύουν το λατρευτικό έργο των πιστών. Παρίστανται κατά τις
λατρευτικές συνάξεις σαν αντικείμενα διδασκαλίας (θεολογίας), λατρείας και ενίσχυση
του λειτουργικού μυστηρίου. Είναι ικανές οι εικόνες από μόνες τους να
παριστάνουν παλιές λειτουργικές μορφές κοντά στις ζωντανές σύγχρονες λειτουργικές
προσωπικότητες που είναι οι προσευχόμενοι πιστοί. Έτσι μπορούν να συνδέουν το
παλαιό και αρχαίο με το νέο, το καινούριο και το σύγχρονο. Να δείχνεται δηλαδή,
η συνέχεια της διαχρονικής λατρείας μέσα στον Ορθόδοξο Ναό.
Δεν σταματάει όμως μέχρις
εδώ η λειτουργική αξία της εικόνας. Προχωράει και καλύπτει και την ιδίαν ως κατ’
οίκον Εκκλησία, που υπάρχει για την προσευχητική ζωή των πιστών. Ακόμα προσφέρονται
οι εικόνες και στους προσωπικούς χώρους διαβίωσης των πιστών. Για τούτο
βλέπουμε να κοσμούνε αυτές χώρους υποδοχής κατοικιών, καταστημάτων και γραφείων
εργασίας. Τούτο γίνεται για να θυμίζουν τη διάρκεια και την εν παντί καιρώ,
τόπω και χρόνω λειτουργική και λατρευτική ζωή των Χριστιανών. Να ζουν δηλαδή αισθητά
την παρουσία του Θεού και των αγίων μορφών της πίστεως. Να θυμίζουν διαρκώς τη
σχέση των πιστών με το θείο. Είναι αυτή μια διαχρονική διδασκαλία και Ορθόδοξη θεολογία.
Υπάρχει έτσι ζωντανή η
Εκκλησία σε κάθε τόπο, όπου και συνεχίζεται η διαχρονική λατρευτική ζωή των
πιστών. Όχι μόνο των ζώντων αλλά και των απελθόντων σε μια στενή σχέση μετά των
παρόντων. Είναι η αδιάλειπτος επικοινωνία ανθρώπου και Θεού, που εντέλλεται από
το Θεό. Μεταφέρει η εικόνα τη θεολογία παντού και πάντοτε. Διαχρονικά.
Σχέση
αρμονική υπάρχει, κατά την Αγιογραφική πρακτική, μεταξύ Εικόνας και λατρευτικής
πρακτικής που είναι η Λειτουργία.
4. Αγιογραφία: Η Θεολογία της θείας Παρουσίας
Η θεία παρουσία στην
όλη ζωή των Χριστιανών είναι από τις θεμελιώδεις παραδοχές της πίστεώς μας. Σε
όλες τις εκφάνσεις της πνευματικής ζωής των αγωνιστών είναι απαραίτητη, παραδεκτή
και εμφανής η θεία παρουσία. Γνωρίζουν καλά οι πιστοί τη σχετική παραγγελία του
Κυρίου για την αναγκαία θεία παρουσία στη ζωή τους. Αποφάνθηκε: «ότι χωρίς εμού ου δύνασθε ποιείν ουδέν» Ιωάννου
ιε΄5. Όσον
αφορά τη θεία παρουσία μέσω της εικόνας, μιλάνε πολλά Πατερικά Βυζαντινά χειρόγραφα,
αλλά και η παράδοση των αγιογραφείων του Αγίου Όρους.
Για την περίπτωση αυτή
η αγιογραφία προβάλλει και τις ανάλογες απαιτήσεις της. Απαιτεί επίμονη προσευχητική
απαίτηση της θείας παρουσίας και με δάκρυα πολλάκις. Τότε μπορεί να διαπεράσει
ο Θεός την ψυχή των πιστών και να δώσει μια γαληνεμένη παρουσία. Ειδικότερα δε
επεμβαίνει ο Θεός στην ψυχή του εικονογράφου. Παρίσταται για να τον συμβουλέψει
το φόβο του Θεού, προσφέροντας ταυτόχρονα και θεία έμπνευση. Τότε γίνεται κατανοητό
ότι το ύψος και το μεγαλείο της τέχνης και της τεχνικής που είναι θεία είναι δοσμένο
απ’ τον ίδιο το Θεό. Είναι αποτέλεσμα της συνεργασίας μεταξύ δύο σημαντικών παραγόντων,
που παρίστανται στο ίδιο έργο. Του Αγιογράφου και του Θεού με αποτέλεσμα την μετάδοση
της αγιαστικής χάριτος της Εικόνας.
Έτσι ο παράγοντας Αγιογράφος
μπορεί και διαθέτει την προσφορά της γνώσης του ανάμικτης με την εμπειρία και το
ταλέντο του. Όλα αντλούμενα από την έμπνευση του θείου λόγου.
Τότε και ο παράγοντας,
που είναι ο ίδιος ο Θεός και τον οποίο επικαλείται και αποδέχεται ο Αγιογράφος
με την προσευχή και την παράκληση, επεμβαίνει παρέχοντας πλούσια τη χάρη του.
Επικαλούμενος δε ο Θεός, προσέρχεται στο έργο και προσφέρεται.
Με τη συνεργασία αυτή
των δύο παραγόντων σε ένταση, επιτυγχάνεται και η θαυματουργική και αγιαστική
δύναμη της εικόνας, γιατί έχει την παρουσία του Θεού μέσα της. Είναι τότε η Εικόνα
μία θεολογία βοώσα και διδάσκουσα.
Αποτέλεσμα αυτής της συνεργασίας
είναι να γίνεται η εικόνα θεία τέχνη, ώστε αυτό που βλέπουμε να είναι ένα
μυστήριο θείας παρουσίας. Τότε το σύνολο της αγιογραφίας αποτελεί την προϋπόθεση
για την εμπνευστική παραγωγικότητα και δυναμική των Αγιογράφων μας. Γίνεται
θεολογία. Τότε διδάσκει ο Αγιογράφος θεολογία με όλα τα έργα των χειρών του.
5. Αγιογραφία: Θεολογία Δόξας και Φωτός
Στις
αγιογραφίες παρατηρούμε και διαβάζουμε τις μεγάλες αλήθειες της πίστεώς μας.
Δικαιούμαστε έτσι να μιλάμε για τη Θεολογία της Εικόνας. Αυτό το επιτυγχάνουμε όταν
τις αναλύουμε με εξεζητημένη λεπτομερειακή προσοχή και παρατήρηση. Βλέπουμε
τότε την Θεολογία της Δόξας και του Φωτός. Σ’ αυτή την περίπτωση λέγομεν ότι ο
Θεός στολίζεται με μεγαλοπρέπεια (εμφανίζεται
με Δόξα) και ντύνεται με ωραιότητα (γίνεται
Φως). Ο άνθρωπος αισθάνεται τη δόξα του Θεού να αναβλύζει ως φως απ’ το κέντρο
και την καρδιά κάθε αγιογραφικού δημιουργήματος σαν ένα άσμα και τραγούδι επαίνου.
Ο Απόστολος
Παύλος διατυπώνει καθαρά και τη Χριστολογική θεολογική βάση αυτής της εικόνας. Εξαγγέλλει:
«Ο Χριστός εστίν η εικών του Θεού του αοράτου».
Κολασσαείς α΄ 15. Δηλαδή: «Η ορατή
ανθρωπότητα του Χριστού είναι η εικόνα της αοράτου θεότητας του. Είναι το ορατό
του αοράτου». Και πάλιν οριοθετεί: «Ημείς δε πάντες
ανακεκαλυμμένω προσώπω την δόξαν Κυρίου κατοπτριζόμενοι την αυτήν εικόνα
μεταμορφούμεθα από δόξης εις δόξαν, καθάπερ από Κυρίου Πνεύματος».
Β΄ Κορινθίους γ΄ 18. Δηλαδή: «Ημείς δε
όλοι με ακάλυπτο το πρόσωπο και ανεμπόδιστη την καρδιά δεχόμαστε και
αντικατοπτρίζουμε και ακτινοβολούμε τη δόξα του Κυρίου. Ταυτόχρονα
μεταμορφωνόμαστε σ’ αυτήν την ίδια την εικόνα Του και του ομοιάζουμε
πνευματικά. Έτσι προχωρούμε από δόξα σε δόξα, όπως είναι φυσικό να προχωρεί αυτός,
που αγιάζεται και λαμπρύνεται από το Πνεύμα, από τον Κύριο».
Έχουμε
εδώ να κάνουμε μια παρατήρηση. Όταν ο Κύριος της Δόξας, ο Ιησούς Χριστός, κρατεί
ανοικτό το Ευαγγέλιο, διαβάζουμε μια κεντρική θεολογική διδασκαλία: «Εγώ ειμί το Φως του κόσμου» Ιωάννου η΄ 12. Η Εκκλησία τότε
ψάλλει σχετικώς και η Πατερική διδασκαλία ομολογεί: «Το Φως
σου λάμπει στα πρόσωπα των αγίων σου». «Φως ο Θεός, ου
κατ’ ουσίαν, αλλά κατ’ ενέργειαν λέγεται». Γρηγορίου
Παλαμά PG 150, 823.
Τότε συμβαίνει
κάτι το θαυμαστό. Το βάθος του χρυσού της εικόνας λέγεται «Φως» και η όλη ζωγραφική
λέγεται μέθοδος φωτός. Είναι διάχυτη αυτή η Θεολογία δόξας και φωτός στις
εικόνες που βλέπουμε. Τις παρατηρούμε πάντοτε με πνευματική έξαρση.
6. Αγιογραφία: Δύο Θεολογικές βάσεις
Η Ορθόδοξη
Χριστιανική Αγιογραφία, έχει μια ιδιαιτερότητα. Εκφράζεται με όλο το φάσμα της
και όλα τα έργα της με καθαρότατη θεολογική σκέψη. Προσφέρει δε με εποπτικό
τρόπο το σύνολο των Χριστιανικών διδασκαλιών. Έτσι μπορούμε να υποστηρίξουμε
ότι είναι η μόνη θεία τέχνη που στηρίζεται φανερά σε δύο σημαντικές βάσεις.
Είναι βάσεις καθαρά Θεολογικές.
α. Βιβλική βάση. Η Ορθόδοξη Αγιογραφία στηρίζεται καθ’
ολοκληρίαν στη Βίβλο, την Αγία Γραφή. Είναι μάλιστα τούτο παλαιά εντολή του
Θεού, που δόθηκε στον εκλεκτό λαό Του.
Παραγγέλλει
ο Θεός στον Μωυσή για το πώς θα κατασκευάσει και θα καλλιτεχνήσει την Κιβωτό
της Διαθήκης. Ποια μορφή θα της δώσει και τι υλικά θα χρησιμοποιήσει. Ήταν το
κατοικητήριο του λόγου Του, οι πλάκες της Διαθήκης. Ο θείος Νόμος και η στάμνος
η χρυσή η περιέχουσα το «Μάννα», την
ουράνια Βιβλική τροφή. Περιγράφονται όλα στο βιβλίο της Εξόδου κεφ. κε΄ 9-21. Ιδού
και ένα δείγμα από τις πολλές λεπτομερειακές εντολές του Θεού. Το αναφέρουμε: «Καταχρυσώσεις αυτή χρυσίω καθαρώ, έσωθεν και έξωθεν χρυσώσεις
αυτήν· και ποιήσεις αυτή κυμάτια χρυσά στρεπτά κύκλω» Εξόδου κε΄
10. Δηλαδή:
«Θα καλύψεις την Κιβωτό με πολύ καθαρό
χρυσάφι. Θα την επιχρυσώσεις από μέσα και από έξω. Και θα βάλεις ολόγυρά της
ένα χρυσό στεφάνι με συστρεφόμενα κυματάκια». Ανάλογα υλικά σαν αυτά που
χρησιμοποιούνται από τους Αγιογράφους στο στήσιμο της Εικόνας.
Ένα παράδειγμα: Στην εικόνα της Αναστάσεως
δείχνεται μία πλάκα που παριστάνει τον άδειο Τάφο και εκφράζει την πλάκα της
Κιβωτού. Οι πατέρες της Ζ΄ Οικουμενικής Συνόδου μάλιστα, διακηρύττουν ότι: Ο
Ιησούς Χριστός είναι ολόκληρος, το Φως εκ φωτός, είναι το «απαύγασμα»,
η «εικών» και ο «χαρακτήρ
της υποστάσεως» της δόξης του Πατρός. Εβραίους α΄
3.
β. Δογματική βάση. Η Ζ΄ Οικουμενική Σύνοδος διετύπωσε
κανόνα που ρυθμίζει την τιμητική προσκύνηση της εικόνας. Οι δογματικοί
καθορισμοί των εικόνων είναι διάσπαρτοι στη διδασκαλία όλων των Πατέρων της
Εκκλησίας μας.
Για
παράδειγμα:
Ο
Πατριάρχης Γερμανός ο Α΄, λόγω διαφωνίας με τον Αυτοκράτορα Λέοντα τον Γ΄ στο
ζήτημα των εικόνων, παραιτούμενος, δηλώνει αποθέτοντας τον μανδύα και το
ωμοφόριό του επί της Αγίας Τραπέζης εις τον Ναόν του Παλατίου, διακηρύσσει: «Χωρίς το κύρος Οικουμενικής Συνόδου, δεν μπορείς, Βασιλιά,
να αλλάξεις την πίστη και τα της πίστεως». Θεοφάνης Ι΄
409. Το Συνοδικό σύστημα σε όλο το μεγαλείο του.
Ο Πάπας
Γρηγόριος ο Β΄ (669-731), υπέρμαχος της αναστύλωσης των εικόνων, λέγει στο
Λέοντα τον Ίσαυρο, επιβαλόντα βαρείαν φορολογίαν εις την Ιταλίαν λόγω της
αντιδράσεώς της στην κατάργηση των εικόνων: «Τα
δόγματα της Εκκλησίας δεν είναι υπόθεσή σου… άφησε τις τρέλλες σου».
Οι
εικόνες δεν είναι απλές εικονογραφίσεις. Περιέχουν και δείχνουν δογματικές
θείες διδασκαλίες, ολόκληρη τη Θεολογία, δηλαδή. Η Ορθόδοξη Βυζαντινή Αγιογραφία
δεν νοείται χωρίς δόγμα. Χωρίς Θεολογία, δηλαδή. Όπως θα λέγαμε ότι πολιτισμός
χωρίς Χριστιανική πίστη είναι μια απλή ουτοπία. Αυτά ισχύουν για όλα τα θέματα
πίστεως.
Όταν
διαβάζουμε αγιογραφημένες εικόνες, εύκολα μεταφερόμαστε στη Βίβλο και τα
δόγματα της Εκκλησίας που εκφράζουν.
7. Αγιογραφία: Η Θεολογία της οράσεως
Η
Θεολογία της οράσεως είναι γνωστή ακόμα από την Παλαιά Διαθήκη. Η όραση του
θείου είναι το επιστέγασμα και η επικάλυψη όλων των διδασκαλιών. Ενεργεί ως θεοφανεία.
Η εικονική θεολογία ξεκαθαρίζει οπτικά την ιστορική πορεία της αρραγούς
θεολογικής διδασκαλίας της Ορθοδόξου Ανατολής. Δια της οράσεως του θείου επιτυγχάνεται
η μέθεξη της χάριτος του Θεού με την ταυτόχρονη σύνδεση μετά της κτισιολογίας,
της Χριστολογίας και της Εκκλησιολογίας. Η
αδιάλειπτος προσευχή, η προφητεία και η γνώση περί του Θεού τελειώνουν, όταν αντικατασταθούν
δια της οράσεως της δόξης Του. Η όραση, κατά τον Απόστολο Παύλο, επιφέρει
και ολοκληρώνει το τελευταίο στάδιο της δόξας του Θεού. Επέρχεται τότε το απόλυτα
τέλειο. Διδάσκει:
«Όταν έλθη το τέλειον, τότε το εκ μέρους καταργηθήσεται»
Α΄ Κορινθίους ιγ΄10. Δεν μένει πλέον τίποτε άλλο από την εφαρμογή της αγάπης
για την ένωση με το θείο. Την ολοκλήρωση δε της Θεολογικής μας κατάρτισης την επιτυγχάνουμε
δια των εικόνων. Η Θεολογία της οράσεως είναι η ολοκλήρωση.
Το 1515
ο καθεδρικός Ναός της Κοιμήσεως στη Μόσχα, διακοσμήθηκε με θαυμάσιες εικόνες
που έγραψαν μεγάλοι Βυζαντινοί δάσκαλοι Αγιογράφοι. Με το άνοιγμα του Ναού τόση
ήταν η ομορφιά και η οπτική εντύπωση ώστε άπαντες, ο Μητροπολίτης, οι Επίσκοποι
και οι πιστοί, αναφώνησαν στο όραμα του θεολογικού καλλιτεχνικού μεγαλείου: «Αλήθεια, οι ουρανοί ανοίγουν και τα θαυμάσια του Θεού προβάλλονται».
Είναι το ίδιο αίσθημα που έχουμε όλοι και
σήμερα όταν μπαίνουμε σε αγιογραφημένο Ναό και στεκόμαστε με πίστη μπροστά στις
εικόνες και ιδιαιτέρως της εικόνας της
Αγίας Τριάδας δορυφορούμενης υπό αγίων Αγγέλων. Αυτό το μεγαλείο συγκλονίζει τον
κάθε πιστό όταν αντικρίζει δια της Αγιογραφίας, τη συνολική αποτύπωση προσώπων,
καταστάσεων, διδασκαλιών δόξης και φωτός. Τότε αναφωνεί αυθόρμητα: Μεγαλυνθήτω
τα έργα Κυρίου.
Γ. Απολογιστικά
Μετά την προσεγγιστική συνοπτική αναφορά
μου στις αρχές και τις βάσεις της Ορθοδόξου Θεολογικής Αγιογραφίας, επιλέγω και
τα παρακάτω απολογιστικά.
Η τέχνη είναι μια σύνθεση ιδέας και
ύλης. Ύλη χωρίς την ιδέα είναι ένα τίποτα. Και τίποτα δεν είναι η ιδέα χωρίς
την ύλη. Στην καλλιτεχνία, αναπτύσσεται σχέση εσωτερική μεταξύ καλλιτέχνη και
δημιουργήματος. Ο κάθε Ζωγράφος δημιουργεί και μια δική του προσωπική σχολή και
τεχνοτροπία. Είναι τόσο έντονη, ώστε και χωρίς την υπογραφή του να αναγνωρίζεται
ο δημιουργός.
Στην Αγιογραφία όμως ο χρωστήρας
παίρνει τα φτερά της θείας δημιουργίας και γεμίζει ιδιαιτέρως τις εικόνες με
θεόσταλτες εξαϋλωμένες εντολές που σφραγίζουν το έργο, ώστε να φανερώνεται πιο
καθαρότερη η έννοια της ιδέας που
κρύβει η εικόνα και να εμφανίζει το έργο με τις αρετές και τα πιστεύω του Αγιογράφου.
Τούτο γίνεται τόσο μυστικά, που λέγεται ότι και η προσευχή και ο λόγος και η
έντονη πίστη του δημιουργού γίνονται εμφανή τεχνουργήματα που δηλώνουν την ιδιαιτερότητα
του κάθε έργου τη στιγμή της δημιουργίας. Σπάνια επομένως γράφεται το ίδιο
έργο. Σπανιότατα όμως αντιγράφεται ώστε να αποδοθεί σωστά. Το κάθε έργο δείχνει
το ιδιάζον των σπουδών του Αγιογράφου και τη μοναδικότητα των εμπνεύσεών του.
Μαρτυρεί μεστότητα γνώσεων και ταλέντου, μετεωρούμενο ως σπάνιο καλλιτεχνικό γεγονός
που δείχνει ταλέντο πρωτόγνωρο, εργατικότητα ακούραστη, μεγαλείο λαμπρότατο.
Αυτή η
Θεολογία των εικόνων, μας εμπνέει. Είναι γνήσια Θεολογία διδάσκουσα, φωτίζουσα,
εμπνέουσα.
ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΣΠ. ΒΟΥΛΓΑΡΗΣ
ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ
_________
* Πηγή:
1. «Η
Θεολογία της εικόνας στην Ορθόδοξη Εκκλησία». Λεωνίδα Ουσπένσκυ (Léonide Ouspensky). Εκδόσεις Αρμός 1998.
2. «Έκφρασις της Ορθοδόξου Αγιογραφίας». Φωτίου Κόντογλου,
Βραβείο Ακαδημίας Αθηνών. Έκδοση Γ΄,
εκδοτικός οίκος «ΑΣΤΗΡ» .
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου